Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Σχολικό Πανηγύρι: Στην Πάρο, τα Δημοτικά σχολεία του νησιού, εκθέτουν τα έργα τους

Διοργανώθηκε από την Σχολική Σύμβουλο 1ης Περιφέρειας Π.Ε. Ν. Κυκλάδων

 στις 7 και 8 Ιουνίου 2012

στην πάντα φιλόξενη αίθουσα του Πολιτιστικού Συλλόγου Αρχίλοχος

στην Παροικία της Πάρου .






Έργα μεγάλων ζωγράφων ζωντανεύουν με τις κηρομπογιές των παιδών.  2ο Δ. Σχ. Παροικίας Πάρου




Σελοδοδείκτες. Δραστηριότητα στα πλαίσια της Φιλαναγνωσίας. 2ο Δ. Σχ. Παροικίας Πάρου


Παιχνίδι ερωτήσεων με κάρτες. Δ.Σχ. Νάουσσας Πάρου




Έργα των παιδιών: Χρώματα, ιδέες, βιβλία, κατασκευές, προβολές, προτάσεις, δράσεις.

Οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές των Δημοτικών Σχολείων της Πάρου και της Αντιπάρου πρόσφεραν άφθονο υλικό.





Ανταλλαγή ευχών για τα Χριστούγεννα και το Πάσχα του Δ.Σχ. Νάουσσας με το σχολείο του Άαχεν της Γερμανίας








Θέματα- Δράσεις που ενέπνευσαν τους δημιουργούς: 

Επικοινωνία με σχολείοα άλλων χωρών (Γερμανία, Τουρκία)

 Ανακύκλωση,

Αφιέρωμα στον Νίκο Καζαντζάκη,

Προστασία του περιβάλλοντος,

Ζώα που κινδυνεύουν με εξαφάνιση,

Η δράση του Axion Aid, 

 Κινηματογραφική Λέσχη με ταινίες του Τσάρλυ Τσάπλιν,

 Καθαρισμός ακτών,

 Ο κύκλος του νερού, Επαγγέλματα που χάνονται,

 Αθλήματα της θάλασσας, Εικαστικές Τεχνικές,

 Κυκλαδικός Πολιτισμός, κ.α.






Μεγάλο μέρος της έκθεσης καλύφθηκε από έργα σχετικά με την Φιλαναγνωσία


 Η καινούργια δράση που έχει προστεθεί στα πιλοτικά σχολεία διευρυμένου πρωινού ωραρίου, έδωσε την ευκαιρία στους μαθητές να γνωρίσουν και να δουλέψουν μαζί με συγγραφείς, να χαρούν την ανάγνωση βιβλίων και να δημιουργήσουν λαμπερά ομαδικά και ατομικά έργα με αναφορές στην λογοτεχνία.


Ανάμεσα στις δράσεις τις φιλαναγνωσίας ξεχωριστή θέση είχαν όσες προέκυψαν με την ευκαιρία της επίσκεψης της κ. Σοφίας Ζαραμπούκα στα Δημοτικό Σχολεία Νάουσσας, Αγκαιριάς και το 2ο Δ.Σχ.Παροικίας Πάρου



 Εικονογράφηση: Το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη (Δ. Σχ. Λευκών - Κώστου)

Τ΄άλλο στον αέρα πιάνει

πεταλούδα που δαγκάνει

Χοπ! αν κάνω αριστερά πάνω στη βελανιδιά


 


 


 


 

Συνριβάνι και νερό

και χαμένο μου όνειρο


 



Μπαίνω μέσα στο μπαξέ

 γειά σοπυ κύριε Μενεξέ

 

 

 


Παρακολουθούμε την προβολή των προγραμμάτων του 1ου Δ.Σχολείου Πάρου

 






Μπροστά στα έργα των μαθητών της Α τάξης του 1ου Δ. Σχ. Παροικίας Πάρου.

 .

 Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η ανταλλαγή μηνυματων με σχολείο της Τουρκίας (πρόγραμμα e-twinning)

 

Από τα έργα του Δ Σχολείου της Νάουσσας το μεγαλύτερο ενδιαφέρον τράβηξαν τα παζλ και τα παιχνίδια

Το βιβλίο  με τους Δεινόσαυρους που έφτιαξαν οι μαθητές του Δ.Σχ. Αρχιλόχου- Μάρπησσας  μελετήθηκε με πάθος από τους επισκέπτες!

Παρακολουθούμε με ενδιαφέρον την προβολή του Δ.Σχ. Αντιπάρου για το πρόγραμμα 'Ζούμε στην φύση'



Ο Τρωικός Πόλεμος και οι 12 θεοί του Ολύμπου.

 Ομαδικά έργα, από την επίσκεψη της κ. Ζαραμπούκα στο 2ο Παρκοιάς και στην Αγκαιριά



Έτσι άρχισαν όλα: Η Ωραία Ελένη και ο Πάρης



Ο έξωθεν δάκτυλος: Οι θεοί του Ολύμπου, καθένας με τον καημό του...




Σκληρές μάχες μπροστά στα πλοία των Αχαιών

Και ο θάνατος του Έκτορα κάτω από τον μόνιμο σχολιασμό των Θεών


 

Αλλά η φιλία διατηρεί το μεγαλείο της μέσα σε όλο αυτό το πανδαιμόνιο


και βέβαια η πανουργία του Οδυσσέα κερδίζει τελικά το παιχνίδι...




Εδώ τελειώνει το φωτογραφικό υλικό, που αποτελεί ένα μικρό μόνο δείγμα των όσων περιλάμβανε η έκθεση..


 Ελπίζουμε σε ακόμα περισσότερες χρωματικές αφηγήσεις την επόμενη σχολική χρονιά


Διαβάστε περισσότερα

Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας (1)









Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας

Το θεατρικό έργο του Σαίξπηρ, διασκευασμένο  για παιδική παράσταση. 

διασκευή, ευθύνη παράστασης, σκηνοθεσία, σκηνικά, κουστούμια: Τόνια Παντελαίου.



Η διασκευή στηρίχτηκε στην μετάφραση του Βασίλη Ρώτα. Στην παράσταση συμμετείχαν μαθητές του Γυμνασίου της Πάρου και της Δ' Δημοτικού του 2ου Δ. Σχολείου Πάρου. Προχωρούσα τη διασκευή ενώσω είχαμε ήδη αρχίσει το στήσιμο της παράστασης και τις πρόβες με τα παιδιά. Ο ρόλος του ''σιναπόσπουρου'' έγινε διπλός για να ταιριάξει στα δύο δίδυμα αγοράκια της τάξης μας. Εξίσου προσαρμόστηκαν και άλλες μικρές λεπτομέρειες. Οι φωτογραφίες είναι από την παράσταση που διαρκούσε περίπου 1:30 ώρα και παίχτηκε 2 φορές, μία σε κλειστό χώρο, στην αίθουσα του Αρχίλοχου στην Παροικία της Πάρου και μία σε ανοιχτό χώρο, στο λόφο της Αγίας Άννας, πίσω απο το Δημαρχείο. Στο ζωγράφισμα του σκηνικού 'δάσους' μας βοήθησε η Δήμητρα Σκανδάλη και στη μουσική ο συνάδελφος εκπαιδευτικός Μανώλης Χειλαδάκης.





Πράξη Ι

Σκηνή Ι      
Θησέας
Κοντεύει, Ιππολύτη μου, να ‘ρθει η μεγάλη μέρα,

που οι δυό μας θα ενώσουμε με γάμο τις ζωές μας.

Τέσσερις μέρες μοναχά ακόμα να περάσουν.
Μα εμένανε μου φαίνονται σα να ‘ναι ένας αιώνας.

Ιππολύτη
Τέσσερις μέρες γρήγορα περνούν. Κι οι νύχτες
 γρήγορα κυλούν μέσα στα όνειρά μας.

Θησέας
Φιλόστρατε, ξεκίνα. Ετοίμασε τα γλέντια
και τις γιορτές. Να ξυπνήσουν τα κέφια των Αθηναίων
και κάθε στεναχώρια να κρυφτεί.
Θέλω να ’ρθούν στους γάμους μας όλοι να διασκεδάσουν.
Και όπως θα χαίρομαι εγώ να χαίρεται κι ο λαός μου.
Ιππολύτη μου, με γνώρισες με όπλα και άγριες μάχες.
Σε πόλεμο βρεθήκαμε και με το σπαθί μου κέρδισα
την αγάπη σου.
Μα τώρα, θα με δεις αλλιώς.
Θα δεις σ’ αυτό το γάμο, χαρές και ξεφαντώματα.

Αιγέας
Καλή σου μέρα βασιλιά. Πάντοτε δοξασμένος.




Θησέας
 Σ’ ευχαριστούμε Αιγέα μου . Πώς από δω; Τι θέλεις;

Αιγέας
Έρχομαι βασιλιά μου, να καταγγείλω αυτήν εδώ:
Την κόρη μου Ερμία.
Δημήτρη, έλα πιο κοντά. Σε τούτον βασιλιά μου,
έδωσα συγκατάθεση να τηνε παντρευτεί.
 Όμως αυτός, Δημήτρη, εδώ, έχει κλέψει την καρδιά της.
Ναι, ναι, εσύ Λύσσανδρε, εσύ,
της έγραψες στιχάκια, της έκανες νοήματα,
 τις νύχτες τραγουδούσες κάτω απ’ τα παραθύρια της,
 αυτά τα σαχλοτράγουδα γι’αγάπες και λουλούδια.
 Κι έτσι, της πήρε τα μυαλά, με κόλπα κι αστειάκια,
 με παραμύθια, με γλυκά, κορδέλες και λουλούδια.
 Όλο με τέτοιες γαλιφιές, την έχει ξελογιάσει.
 Κι εκείνη, τώρα βασιλιά, δε θέλει να μ’ακούσει.
Ν’ ακούσει τον πατέρα της, όπως σαν κόρη οφείλει.
 Πείσμωσε σαν γαϊδούρα.
Γι’ αυτό ζητάω βασιλιά, όπως το λέει ο νόμος,
 αν δε δεχτεί τη γνώμη μου, να τηνε τιμωρήσω.
 Ο νόμος λέει ολόσωστα, πως με τη θέλησή μου
οφείλει να υποταχτεί, αφού είναι παιδί μου.

Θησέας
Ερμία ‚ τι λες; Άκουσε δώ:
Για σένα ο πατέρας, είναι όπως είναι κι ο Θεός. Αυτός σε έχει φτιάξει.
Λοιπόν, είναι στο χέρι του την τύχη σου ν’ αλλάξει. Ότι και αν είσαι, το χρωστάς σ’ αυτόν,
 σαν να’ σαι ομοίωμά του. Έτσι, οι θεοί κι οι νόμοι, του δίνουν το δικαίωμα για σε ν’ αποφασίζει.
 Κι αν του αρέσει σε βοηθά, αλλιώς σε καταστρέφει.
Κι έπειτα ο Δημήτρης είναι ένας νέος άξιος.

Ερμία
Κι ο Λύσσανδρος το ίδιο.

Θησέας
Δε λέω. Άξιος κι αυτός.
Μα αυτουνού του λείπει, η ψήφος του πατέρα σου.
Άρα, θα θεωρήσουμε καλύτερον τον άλλο.
Ερμία
Αχ, να ’βλεπε ο πατέρας μου με τα δικά μου μάτια.

Θησέας
Κάλλιο να έβλεπες εσύ με τη δική του κρίση.

Ερμία
Θα ’θελα λίγο βασιλιά κι εμένα να μ’ ακούσεις. Δεν ξέρω πως το βρίσκω εγώ το θάρρος να μιλήσω σ’ όλους μπροστά, για όλα αυτά
που νιώθω στην καρδιά μου.
Μα θέλω, σε παρακαλώ, τώρα να μου εξηγήσεις, τι τιμωρία θα υποστώ, εάν δεν υπακούσω.

Θησέας
Ένα απ’ τα δυο: Ή πεθαίνεις. Ή αλλιώς,
για πάντα κλείνεσαι σε κρύο μοναστήρι.
Για αυτό σου λέω κοπέλα μου: Τη νιότη σου ν’ ακούσεις.
Το αίμα σου το ζωηρό που μέσα σου κυλάει.
Θα το αντέξεις, να κλειστείς σ’ ανήλιαο μοναστήρι, μακριά απ’ του κόσμου τις χαρές, για όλη τη ζωή σου;
 Δε λέω. Ευλογημένοι αυτοί, που έτσι αφιερώνουν τον εαυτό τους στο Θεό. Μεγάλο το κουράγιο τους.
 Μα έχει πιότερη ομορφιά το ζωντανό λουλούδι
 κι ας ξέρει πως θα μαραθεί, παρά το άγριο αγκάθι,
που δε χαλά με τον καιρό, μα ούτε ποτέ ευωδιάζει,
 και η ζωή του όλη περνά, μοναχική και βαρετή,
χωρίς καμιά συγκίνηση, κανένα ενδιαφέρον.



Ερμία
Έτσι να ζήσω και εγώ. Και έτσι να πεθάνω.
Παρά μ’ αυτόν να παντρευτώ που η ψυχή μου αρνιέται.

Θησέας
Σου δίνω χρόνο να σκεφτείς. Μα με τη νέα σελήνη,
που θάναι και ο γάμος μας, να ‘χεις αποφασίσει.
 Αν δε δεχτείς , να ‘σαι έτοιμη, να ξέρεις, θα πεθάνεις,
 ή θα ορκιστείς μοναχική να ζήσεις τη ζωή σου.

Δημήτρης
Μαλάκωσε τη γνώμη σου ωραία μου Ερμία.
Δεν βλέπεις πόσο σ’ αγαπώ; Τι αξίζει αυτό το πείσμα;
Κι εσύ Λύσσανδρε, πάρε πίσω τις υποσχέσεις σου
απ’ αυτό που δεν σου ανήκει.

Λύσσανδρος
Δημήτρη, έχεις την έγκριση κι αγάπη του πατέρα.
Παντρέψου εκείνονε λοιπόν, κι άσε μου την Ερμία.

Αιγέας
Με κοροϊδεύεις κιόλας, έ; Και βέβαια την έχει.
 Κι αφού έχει την αγάπη μου, εγώ του τα χαρίζω,
όλα όσα ανήκουνε σε με. Και πρώτη την Ερμία
που είναι παιδί μου, και εγώ την τύχη της ορίζω.

Λύσσανδρος
Όμως, κι εγώ αρχοντόπουλο είμαι όπως εκείνος.
Και όσο βιός κι αν έχει αυτός, και μένα δε μου λείπει.
Ίδια αξία έχουμε και γώ και ο Δημήτρης.
Μα εγώ έχω κάτι πιο βαρύ, που αυτόν τον ξεπερνάει:
Τον πιο μεγάλο θησαυρό: Η Ερμία μ’αγαπάει.
Λοιπόν, εγώ έχω πιο πολλά, και πιο πολλά αξίζω.
Γιατί λοιπόν να μη ζητώ το δίκιο μου να πάρω;
Και κάτι άλλο βασιλιά: Ετούτος ο Δημήτρης,
 μέχρι πριν λίγες μέρες, έταζε αγάπες κι έρωτες,
στου Νέδρου την Ελένη. Τώρα η γνώμη του άλλαξε.
 Μα κείνη η καημένη, τον αγαπάει και λιώνει,
 αυτόν τον αφιλότιμο κι άστατο χαρακτήρα.






















Θησέας
Αυτό το άκουσα κι εγώ. Κι ήθελα να μιλήσω
 με το Δημήτρη ιδιαίτερα. Μα είχα πολλές σκοτούρες
 και το παράβλεψα αυτό.
Όμως, ελάτε τώρα, και σύ Δημήτρη και εσύ
Αιγαία, έλα μαζί μου.
Θέλω να συζητήσουμε λιγάκι μεταξύ μας.
Κι εσύ Ερμία, φρόντισε κάπως να συμμαζέψεις το πείσμα σου γιατί μπορεί ακριβά να το πληρώσεις.
 Ο νόμος είναι αυστηρός. Κι ο νόμος δεν αλλάζει.
Πάμε. Ιππολύτη, εσύ τι λες;
(βγαίνουν)
Λύσσανδρος
Γιατί καλή μου χλώμιασαν έτσι τα μάγουλά σου;
Πού είναι τα τριαντάφυλλα που πάνω κει ανθίζαν;

Ερμία
Μάλλον τους λείπει πότισμα γι’ αυτό και μαραθήκαν.
Τα μάτια μου είναι έτοιμα να τα δροσίσουν τώρα.









Λύσσανδρος
Αχ, αλλοίμονο. Απ’ όσα έχω ακούσει,
ποτέ δεν κύλησε ήρεμο το ρέμα της αγάπης.
Είτε οι γονείς δεν συμφωνούν με των παιδιών τη γνώμη.

ΕρμίαΑχ, κόλαση να παντρευτείς με αλλουνού τα μάτια.

Λύσσανδρος
Είτε δεν είναι ταιριαστό στον πλούτο το ζευγάρι.

Ερμία
Άλλη μεγάλη συμφορά: Να μετριέται η αγάπη με λεφτά.

Λύσσανδρος
Ή, ακόμα, κι αν όλ’ αυτά είναι καλά,
πέφτουν αρρώστιες, πόλεμοι, καταστροφές, πλημμύρες,
άλλοτε φτώχια, ή ξενιτιά, και τα κακά της μοίρας
που ‘χουνε μόνο τους σκοπό να κάνουν την αγάπη
να είναι πάντα δύσκολη. Ποτέ καλοστρωμένη.
Και πάντα να υποφέρουνε όσοι είναι ερωτευμένοι.

Ερμία
Αν είναι έτσι, Λύσσανδρε, θα πει πως κι όλα ετούτα,
 είναι καλοδεχούμενο τερτίπι της αγάπης,
 σαν όλα τ’ άλλα κόλπα της: Τα όνειρα, τα ξενύχτια,
 τα κλάματα κι οι στεναγμοί και οι ανησυχίες.
Άρα θα πρέπει και εμείς να το καλοδεχτούμε,
 να το υπομείνουμε κι αυτό όπως και όλα τ’άλλα.

Λύσσανδρος.
Έτσι είναι Ερμία, όπως το λες. Μα έχω μια ιδέα.
Έχω μια θειά, που μ’ αγαπά σαν να ’μουνα παιδί της.
 Αυτή ζει επτά χιλιόμετρα μακριά απ’ την Αθήνα.
Το μέρος είναι έρημο. Εκεί δε φτάνει ο νόμος.
Λέω να φύγουμε από δω κρυφά αύριο το βράδυ.
Να πάμε εκεί να ζήσουμε και να στεφανωθούμε.
Άκου λοιπόν: Αν μ’ αγαπάς, φεύγα κρυφά από το σπίτι,
κι έλα στο δάσος να με βρεις, αύριο σαν νυχτώσει.
Στο μέρος που πηγαίνατε εκδρομές με την Ελένη
κι όπου σας είχα δει κι εγώ μια Κυριακή του Απρίλη.

Ερμία
Λύσσανδρε  σου τ’ ορκίζομαι πως ότι λες θα κάνω.
Στ’ ορκίζομαι στα μάτια μου και σ’ ότι αγαπάνε.
Σ’ όλους τους όρκους που έχουνε αθετηθεί από άντρες
που είναι περσότεροι απ’αυτούς που δώσανε γυναίκες.
Σ’ αυτό το μέρος που μου λες, θα ’ρθω αύριο το βράδυ.
Λύσσανδρος.
Εγώ θα είμαι εκεί πιστός και θα σε περιμένω.
Μα να, κοίτα ποιά έρχεται. Η φίλη σου η Ελένη.

Ερμία
Καλώς τηνε. Πώς από δω καλή κι ωραία Ελένη;

Ελένη
Όμορφη μη με ξαναπείς. Μη λες αυτή τη λέξη.
Εσύ μόνον είσαι όμορφη. Αυτό λέει ο Δημήτρης.
Αχ, να μπορούσε  Ερμία μου αυτή η ομορφιά σου
να ήτανε κολλητική όπως είν’ οι αρρώστιες.
Να κόλλαγα τις χάρες σου κι όλα τα φυσικά σου.
Το βλέμμα από τα μάτια σου, τον ήχο απ’ τη φωνή σου.
Να περπατώ όπως εσύ και να γελώ το ίδιο.
Δικός μου ο κόσμος θάτανε, αν μ’ ήθελε ο Δημήτρης.
Αχ, δείξε μου Ερμία μου, να δω πως τον κοιτάζεις
και η καρδιά του λαχταρά; Το ίδιο κι εγώ να κάνω.

Ερμία
Εγώ μουτρώνω άμα τον δω κι εκείνος με λατρεύει.

Ελένη
Τα μούτρα και το γέλιο μου τη χάρη αυτή δεν έχουν.

Ερμία
Εγώ δε θέλω να τον δω, κι αυτός με κυνηγάει.

Ελένη
Εγώ τρέχω από πίσω του κι αυτός με κοροϊδεύει.

Ερμία
Δε φταίω για τη τρέλα του.



Ελένη
Εσύ όχι. Η ομορφιά σου.
Άχ, νάχα αυτό το φταίξιμο.

Ερμία
Ηρέμησε Ελένη.
Δε θα με βλέπει εμένα πιά. Θα φύγω απ’ την Αθήνα.
Μέχρι να δω τον Λύσσανδρο, η Αθήνα ήταν ωραία.
 Μα τώρα, ότι ήταν φωτεινό, σα να ‘χει σκοτεινιάσει.
Ο γαλανός της ουρανός σαν πάγος με πλακώνει.
Ότι έμοιαζε παράδεισος, κόλαση είναι τώρα.

Λύσσανδρος
Ελένη, είναι μυστικό. Θα σου το εμπιστευτούμε.
Έχουμε σχέδιο κρυφά να φύγουμε απ’ την πόλη.

Ερμία
Στο δάσος θ’ ανταμώσουμε εγώ κι ο Λύσσανδρός μου.
 Εκεί που εμείς καθόμασταν και πλέκαμε λουλούδια
 και κρυφοσυζητούσαμε όλα τα μυστικά μας.
 Και από κει θα φύγουμε μακριά απ’ την Αθήνα.
Έτσι ο Δημήτρης, μόνο εσέ θα βλέπει, κι όχι εμένα
κι ελπίζω τελικά κι αυτός να σε ξαναγαπήσει.
Λύσσανδρε, εγώ θα είμαι κει και θα σε περιμένω.

Λύσσανδρος
Καθόλου μην ανησυχείς αγάπη μου για μένα.
Θα’ μαι πιστός στην ώρα μου, εκεί που είν’ η χαρά μου.
Ελένη γειά σου. Κι εύχομαι όλα καλά να πάνε.
Και όπως καίγεσαι εσύ κι αυτός να καεί για σένα.

Ελένη
Πώς γίνεται έτσι άνισα να’ναι όλα μοιρασμένα.
Τόση ευτυχία πάει σ’ αυτήν, σε μένανε καθόλου.
Όλοι με λένε όμορφη όσο και την Ερμία.
Ποιό τ’ όφελος; Για κείνονε, τίποτα δεν αξίζω.
Αυτός δε βλέπει πράγματα που όλοι οι άλλοι βλέπουν.
Γι’ αυτό το Ερωτόπουλο στραβό το ζωγραφίζουν.
Γιατί δε βλέπει τι κοιτά. Στη τύχη επιλέγει.
Όπως και όλα τα μωρά, που ότι τους γυαλίσει
το θένε κείνη τη στιγμή, και τ’άλλα τα ξεχνάνε.
Έτσι δε κάνουν τα μωρά; Βλέπουν μια καραμέλα
 και κάνουν σαν τρελά γι’ αυτήν. Μετά, ένα κουδουνάκι.
 Την καραμέλα την πετούν και να το πιάσουν θέλουν.
Έτσι ακριβώς που έγιναν όλα με το Δημήτρη.
Έκανε πρώτα σαν τρελός για με και την καρδιά μου
Και μ’ ορκιζόταν πως γλυκιά είμαι καθώς το μέλι.
Μα έπειτα που άστραψε ο Ήλιος της Ερμίας,
το μέλι εζαχάρωσε και χύθηκε στο χώμα.
Θα πάω λοιπόν να του το πω, πως η Ερμία φεύγει.
Αυτός θα τρέξει πίσω της, κι αυτό δε με συμφέρει.
Όμως εγώ θα το χαρώ, θα’ ναι η εκδίκησή μου.
Εκείνος να την κυνηγά κι εκείνη να τον διώχνει.

Πράξη Ι
Σκηνή 2


Κυδώνης
Τι γίνεται, είμαστε όλοι εδώ;

Στημόνης
Καλύτερα να φωνάξεις έναν έναν με τον κατάλογο.

Κυδώνης
Ναι. Εδώ είναι γραμμένοι με τη σειρά, όλοι όσοι υπολογίζονται ηθοποιοί με ταλέντο που να μπορούν να παίξουν στο θέατρο που θα στήσουμε στου βασιλιά το γάμο.

Στημόνης
Μαστρο Κυδώνη, να μας πεις πρώτα του έργου την υπόθεση. Κι έπειτα μας διαβάζεις τους ρόλους των ηθοποιών και πάμε παρακάτω.

Κυδώνης
Τι να σας πω. Το έργο μας είναι μια δραματική κωμωδία. Ονομάζεται « Ο Θαυμάσιος και ανεπανάληπτος θάνατος του Πύραμου».

Στημόνης
Συγκινητικό. Πολύ σπουδαίο έργο. Πες τώρα τους ηθοποιούς.

Κυδώνης
Ν’ απαντάτε άμαν ακούτε τ’ όνομα.
Ο υφαντής Στημόνης!

Στημόνης
Παρών. Ποιος είν’ ο ρόλος μου;

Κυδώνης
Εσύ παίζεις τον Πύραμο.

Στημόνης
Ωραία. Κι αυτός τι είναι; Γόης ή ήρωας;

Κυδώνης
Ερωτευμένος που σκοτώνεται ηρωικά απ’ αγάπη.

Στημόνης
Χο, χο! χο, χο! Θα κάνω εγώ ματάκια να δακρύσουν. Έτσι που θα τον παίζω, οι θεατές θα τα χάσουν. Θα φέρω τρικυμίες. Θα συγκινήσω όσο δεν παίρνει. Τώρα τράβα παρακάτω.
Αν και είναι αλήθεια πως η καθαυτό όρεξή μου είναι για  ήρωα. Θα μπορούσα να έπαιζα τον Ηρακλή σπουδαία, ή κάποιον άλλο παρόμοιο που να τα σπάζει όλα και να τα κάνει λίμπα.
Οι βράχοι αχούν
 τρελά χτυπούν
 κι οι πόρτες σπουν
 της φυλακής.
 Ο Φοίβος, να,
με άρμα ορμά,
 κλωτσά, βαρά και την χαλά
 τη μαύρη μοίρα. την κακή.
Αυτό είναι θεριακλίδικο! Τώρα φώναξε και τους άλλους.
Αυτή είναι η φύση του Ηρακλή. Θηριώδης. Ο γόης έρχεται πιο παθητικός.

Κυδώνης
Φυσούνης, ο γανωτζής.

Φυσούνης
Παρών.


Κυδώνης
Εσύ θα παίξεις Θίσβη.

Φυσούνης
Τι είναι αυτός, Κανένας ιππότης;

Κυδώνης
Είναι η κοπέλα που αγαπάει ο Πύραμος.

Φυσούνης
Όχι Παναγιά μου! Μη με βάλεις να παίξω γυναίκα. Να χαραμίσω τέτοια ωραία γενειάδα;

Κυδώνης
Δε χρειάζεται να την κόψεις. Μπορείς να βάλεις μάσκα.

Στημόνης
Αν είναι με μάσκα, τότε μπορώ να παίξω εγώ και την Θίσβη. Θα κάνω μια πολύ ψιλή φωνή: «Θίσβη, Θισβούλα, -Αχ Πύραμε, αγάπη μου.»
Κυδώνης
Όχι,όχι. Εσύ Πύραμος, κι εσύ Φυσούνη, Θίσβη.

Στημόνης
Καλά, παρακάτω.

Κυδώνης
Βελόνης.

Βελόνης
Εδώ.

Κυδώνης
Εσύ Βελόνη, Θα παίξεις τη μητέρα της Θίσβης. Καζάνης!

Καζάνης
Να ‘μαι.



Κυδώνης
Εσύ θα είσαι ο πατέρας του Πύραμου. Κι εγώ ο πατέρας της Θίσβης. Ροκάνης, ο μαραγκός! Εσύ Ροκάνη, Θα κάνεις το ρόλο του λιονταριού. Και τελειώσαμε με τους ρόλους.

Ροκάνης
Τον έχεις γράψει το ρόλο μου; Θέλω να τον πάρω γρήγορα γιατί είμαι αργός στη μελέτη.

Κυδώνης
Μπορείς να το κάνεις αυτοσχέδιο. Είναι μόνο ένα μούγκρισμα.
Στημόνης
Δε μ’ αφήνεις να κάνω εγώ και το λιοντάρι; Θα κάνω ένα μούγκρισμα που θα κάνω το βασιλιά να πεί: «Ξαναμούγκρισε, ξαναμούγκρισε!»

Κυδώνης
Αν το κάνεις άγρια, θα τρομάξουν οι κυρίες και θα μας κρεμάσουν όλους.
Όλοι
Ωχ, Ωχ, Ωχ,Προσοχή!

Στημόνης
Μάλιστα κύριοι. Αν πρόκειται να τους τρομάξετε όλους, να τρελαθούν απ’ το φόβο τους και βέβαια θα μας κρεμάσουν. Γι’ αυτό άστε να το κάνω εγώ που από τέτοια ξέρω. Θα κάνω ένα μούγκρισμα τόσο χαριτωμένο, που θα μοιάζει με γατίσιο. Θα μουγκρίσω σαν αηδόνι.


Κυδώνης
Δεν μπορείς να παίξεις άλλο ρόλο. Μόνο του Πύραμου. Γιατί ο Πύραμος, είναι άντρας με γλυκό πρόσωπο, ομορφάνθρωπος, τέτοιος που καίει καρδιές στα πανηγύρια.
Αυτός είσαι εσύ. Σου ‘ρχεται γάντι.

Στημόνης
Καλά, άστο επάνω μου. Με τι γένια θα το παίξω καλύτερα;
Κυδώνης
Αποφάσισε εσύ.

Στημόνης
Χμ…Μάλλον με μαύρα γένια, που ταιριάζουνε στα νιάτα και στη παλληκαριά. Ή να ‘ναι λίγο γκρίζα που δείχνει ωριμότητα και γοητεία; Μπορώ όμως να τα κάνω και ξανθά. Αυτό είναι κατάλληλο για ρομαντικό καρδιοκατακτητή. Όχι! Κοκκινογένης! Σαν το γενναίο πειρατή που αφού ξεκλήρισε τους κακούς και έφαγε τη θάλασσα με το κουτάλι, τώρα πεθαίνει για την αγάπη. Αυτό θα φέρει ρίγη.
           
Κυδώνης
Λοιπόν αυτοί είναι οι ρόλοι σας. Κι εγώ θα σας παρακαλέσω και θα σας συστήσω να ξέρετε τα λόγια σας ως αύριο το βράδυ.
Και να ‘ρθετε να μ’ ανταμώσετε στο δάσος, ένα μίλι έξω, να κάνουμε τις πρόβες. Γιατί αν βρεθούμε μέσα εδώ, θα μαθευτούν τα σχέδιά μας και θα χαθεί η έκπληξη.
Στο μεταξύ, θα κάνω εγώ κι έναν κατάλογο με τα πράγματα που θα χρειαστούν για την παράσταση.

Στημόνης
Θα είμαστε πανέτοιμοι. Εγώ θα…

Κυδώνης
Βάλτε τα δυνατά σας. Να τα αποστηθίσετε χωρίς να λείπει λέξη.
Γεια χαρά και θα βρεθούμε στη βελανιδιά του Βασιλιά.

Στημόνης
Ο κόσμος να χαλάσει.

Πράξη 2
Σκηνή 1

Πουκ
Ε, ξωτικά, που πάτε;
Δαιμ 1
Ράχες, κάμπους και πλαγιές,
δάση και βουνά περνώ.
Και στενά κι απλωσιές
και φωτιά και νερό.

Δαιμ 2
Τρέχω μπρός απ’ την κυρά μου
και της στρώνω ένα χαλί
από πάχνη δροσερή.

Δαιμ 3
Στα μικρά αγριανθάκια,
στρώνω μαργαριταράκια
από υγρές δροσοσταλιές.
Για να λάμπουν σαν περνάει
η κυρά και τα πατάει.

Δαιμ
Γειά σου τώρα, χαιρετάμε.
Τη δουλειά μας αρχινάμε.

Δαιμ 1
Γιατί, έρχεται η κυρά μας
μ’ όλη της τη συνοδεία.
Θα σταθούν να διασκεδάσουν
σε ετούτη την πλατεία.

Πουκ.
Πώς; Ποια έρχεται εδώ; Ωχ, ωχ, ωχ, ανησυχώ.
Εδώ πέρα καταφτάνει σε λιγάκι ο Ομπερόν
ο καλός μου ο αφέντης, βασιλιάς των ξωτικών.
Κι όπως ξέρετε, η κυρά σας, δεν θα πρέπει να τον δει
έτσι που είναι θυμωμένος ο αφέντης μου μ’ αυτήν.
Γιατί αλλιώς, καυγά προβλέπω, φοβερό και τρομερό!

Δαιμ 1
Τώρα μπερδεύτηκα εγώ, ή εσύ μας τα μπερδεύεις;
Μπας κι είσαι ο Καλογιάννος, που άλλοι τονε λένε Πουκ;
Δεν είσαι το ζιζάνιο που κάθε τέτοια νύχτα,
νύχτα μεσοκαλόκαιρου, τη νύχτα τ’ Άη-Γιάννη,
 κάνει ζημιές και σκανταλιές και μαγικά στον κόσμο;

Δαιμ 3
 Εσύ ‘σαι που τρομάζεις τις κατσίκες,
 και που χαλάς το γάλα στο καρδάρι;
Δαιμόνιο2
Που κάνεις τους ανθρώπους να χάνουνε το δρόμο τους,
 αν τύχει νύχτα να περνούν από ερημιά, ή δάσος;

Δαιμόνιο 1
Και που χαλάς με πονηριά τον μούστο στα βαρέλια,
 κι αντί να γίνει το κρασί, γίνεται όλο ξύδι;

Πουκ
Μπράβο, συγχαρητήρια, το βρήκατε, με γεια σας.
Μα κάνω κόλπα πιο πολλά από αυτά που λέτε.
Κόλπα χαριτωμένα, για να γελάει ο κύρης μου
και να διασκεδάζει.
Τσιμπάω τα γαϊδούρια και γκαρίζουν, και παλαβώνουνε
και τρέχουν σαν τρελά.
Και τρέχουν οι αφεντάδες να τα πιάσουν.
Με λίγα λόγια, γίνεται χαμός.
Μα τώρα ξωτικά, πάρετε δρόμο.
Γιατί έρχεται, και νάτος ο Ομπερόν.

Δαιμ3
 Και η κυρά μας έφτασε!

Δαιμ 1
Τώρα θα δέσει ο κόμπος!

Ομπερόν.
Κακή ώρα, κακή αντάμωση, εγωίστρια Τιτάνια!

Τιτάνια.
Ωχ, ο Ζηλιάρης Ομπερόν. Πάμε από δω δαιμόνια!
Ορκίστηκα μακριά του.
Μακριά κι απ’ το κρεβάτι του, μακριά κι απ’ τις δουλειές του.

Ομπερόν.
Στάσου δω ξεροκέφαλη: Εγώ δεν είμαι ο άντρας σου;

Τιτάνια
Παλιά ήσουν. Τώρα όχι. Γιατί εγώ ξέρω πιά καλά
όλες τις απιστίες σου. Και ούτε να σε ξέρω.
Κι αλήθεια, πως και βρίσκεσαι εδώ; Δεν ήσουν στην Ινδία;
Στα δάση της τα τροπικά που είναι γεμάτα τίγρεις;
Α, ναι! Είναι που παντρεύεται η αγάπη σου Ιππολύτη!
Γι’ αυτό και δεν παράλειψες να ‘ρθεις να την μοιράνεις,
στο γάμο της που θα γενεί, θαρρώ, αύριο βράδυ.
Βεβαίως! Η Ιππολύτη! Που πάντα εσύ της θαύμαζες
την ομορφιά, τη χάρη της και τ’ αντρικό της θάρρος!


Ομπερόν.
Α, έτσι λοιπόν κυρά μου, έ; Τολμάς να κοροϊδεύεις
για την παλιά φιλία μου με την καλή Ιππολύτη.
 Σα να μην ξέραμε καλά για όσα συ έχεις κάνει
 για του Θησέα την καρδιά.

Τιτάνια.
Αυτά ήταν από ζήλια.
Γιατί εσύ με θύμωσες με τα καμώματά σου. Και ξέρεις,
 από τότε που εμείς οι δυο χωρίσαμε, η γη έχει αλαφιάσει.
 Όσο εμείς ζούμε χωριστά, κι η φύση έχει χωρίσει



μπερδεύτηκαν οι εποχές και χάθηκε η σειρά τους.
Και μείναν ακυβέρνητοι και σαν τρελοί οι ανέμοι,
 κι άλλοτε θύελλες ξεσπούν και δέντρα ξεριζώνουν
 κι άλλοτε φέρνουν καταχνιά βαριά απ’ την υγρασία
 και ρίχνουν τόνους το νερό στη γη την ξεραμένη,
 και τότε πλημμυρίζουνε οι ποταμοί και οι κάμποι.
Μένουν τα ζώα νηστικά γιατί φαΐ δεν βρίσκουν,
και τα ψοφίμια από μακριά μαζεύουνε τα όρνια.

Τέτοιο χειμώνα πέρασαν οι δόλιοι οι ανθρώποι,
απ’ όταν τσακωθήκαμε και ζούμε χωρισμένοι.
Γιατί γι’ αυτούς είμαστε εμείς, κάπως σαν τους γονείς τους.
Αφού εμείς φροντίζουμε το σπίτι τους την φύση.
Όταν εμείς θυμώνουμε, αυτοί ζουν μες στο φόβο
και όταν αγαπιόμαστε αυτοί καλοπερνάνε.

Ομπερόν.
Γι’ αυτό, είναι στο χέρι σου όλα να τα διορθώσεις.
Δος μου μονάχα το παιδί που’ χεις μαζί σου φέρει,
απ’ της Ινδίας τι πλαγιές, κι εγώ όλα τα ξεχνάω.
Σου συγχωρώ ότι έκανες, αν μόνο αυτό μου δώσεις.

Τιτάνια.
Αυτό καλέ μου ξέχνα το. Με τίποτα στον κόσμο
δεν θα σου δώσω το παιδί που ’χω στη συνοδειά μου.
Η μάνα του ήτανε θνητή, κι ήταν στη συντροφιά μου.
Μαζί χορεύαμε μ’ αυτή και κάναμε κολύμπι
στις λίμνες και στις θάλασσες. Μα πέθανε στη γέννα.
Θέλω κοντά μου το παιδί για να το προστατεύω.
Δε θα το πάρεις από με, ο κόσμος να χαλάσει.

Ομπερόν.
Πολύ καλά. Και πόσο λες να μείνεις εδώ πέρα;

Τιτάνια.
Μέχρι ο Θησέας να παντρευτεί. Αν θες, έλα μαζί μας.
Να δεις που θα χορεύουμε και να διασκεδάσεις.
Αρκεί να κάτσεις φρόνιμα και είσαι συγχωρεμένος.


Ομπερόν
Μόνο αν μου δώσεις το παιδί.
Τιτάνια.
Ποτέ για  όλο τον κόσμο. Πάμε από δω δαιμόνια.
Ο κύριος ετούτος, είναι ασυνεννόητος.
Μόνο καυγάδες θέλει.







Ομπερόν.
Πολύ ωραία, φύγε. Αλλά εγώ θα εκδικηθώ
 και θα σε μεταπείσω. Πουκ, έλα εδώ. Θυμάσαι,
 ένα λευκό κρινάκι, που ανθεί στην κίτρινη αμμουδιά,
 πάνω στην παραλία, όπου τα βράδια πάμε εμείς
 και καμαρώνουμε μαζί τα όμορφα δελφίνια
να παίζουνε στη θάλασσα καθώς ο ήλιος γέρνει;

Πουκ.
Και βέβαια το θυμάμαι.

Ομπερόν.
Άκου λοιπόν. Το κρίνο αυτό, είναι περιχυμένο
με φάρμακο ερωτικό. Που, σ’ όποια μάτια στάξει,
εκείνα ερωτεύονται ότι πρωταντικρύσουν.
Θέλω να πας τώρα εκεί και να μου φέρεις τ’ άνθος.

Πουκ.
Τη γη γυρνώ, σ’ ένα λεπτό,
 να φέρω εδώ, το μαγικό.

Ομπερόν.
Θα παραφυλάξω την εγωίστρια Τιτάνια.
Και θα της ρίξω το χυμό στα μάτια όταν κοιμάται.
 Κι άμα ξυπνήσει, ότι δει να βρίσκεται μπροστά της
 λιοντάρι, σκύλο, ή αλεπού, ή άνθρωπο, ή χελώνα,
 θα το ερωτευτεί τρελά. Κι ως θα ’ναι απελπισμένη
 με την αγάπη της αυτή, ότι ζητήσω θα δεχτεί
 αμέσως να μου δώσει. Έτσι θα τη νικήσω
 και θα της πάρω το παιδί.
Μα κάποιος έρχεται από κει. Ποιος να ‘ναι μες στη νύχτα;
Γίνομαι πάλι αόρατος να μάθω τι συμβαίνει.

Δημήτρης
Σου είπα πως δε σ’ αγαπώ, σου λέω δε σε θέλω.
Μα πού είναι ο Λύσσανδρος; Πού είναι η Ερμία;
Είπες πως θα τους βρω εδώ, μα τίποτα δε βλέπω.
Θα τον σκοτώσω εγώ αυτόν. Αυτή σκοτώνει εμένα.
Και να ’μαι εδώ σαν κούτσουρο μονάχος μες στο δάσος.
Φεύγα σου λέω. Παράτα με!


Ελένη.
Δε φταίω εγώ που ακολουθώ. Η αγάπη σου τα φταίει,
που σαν μαγνήτης με τραβά. Μόλο που η καρδιά μου
δεν είναι από σίδερο, αλλά από ατσάλι.
Σταμάτα εσύ να με τραβάς κι εγώ θα σταματήσω.

Δημήτρης.
Μα εγώ σου πήρα τα μυαλά; Σου είπα εγώ μια λέξη;
Εγώ δε λέω καθαρά και ξάστερα, δε θέλω;
Δε σε κοιτώ, δε σ’ αγαπώ, δε νοιάζομαι για σένα;

Ελένη
Μ’ αυτό ακόμα πιο πολύ με κάνει να σε θέλω.

Δημήτρης
Μη μ’ εκνευρίζεις άλλο πια. Γιατί, στο ξαναλέω,
απελπισία με κρατά και μόνο που σε βλέπω.

Ελένη.
Εγώ πάλι απελπίζομαι μονάχα όταν λείπεις.

Δημήτρης.
Μα τ’ όνομά σου βλάφτεις. Να παρατάς το σπίτι σου,
να τρέχεις μες στις νύχτες, μ’ έναν που δε σε αγαπά.
Τι θα σκεφτεί ο κόσμος, αν μάθει πως στις ερημιές
γυρίζεις και στα δάση;

Ελένη.
Ο κόσμος μου όλος είσαι συ. Κι έτσι δεν είμαι μόνη
χαμένη μες στην ερημιά. Κι η νύχτα δε με νοιάζει.
Γιατί φωτούν τα μάτια σου καλύτερα απ’ τον ήλιο.

Δημήτρης.
Ωραία. Τότε να κρυφτώ πίσω απ’ αυτούς τους θάμνους.
Και συ να μείνεις μόνη σου παρέα με τα’ αγρίμια.

Ελένη
Το αγριότερο θεριό, τέτοια καρδιά δεν έχει.
Εκείνο θα με λυπηθεί που εσύ δε με λυπάσαι.

Δημήτρης
Μα τι κάθομαι τόση ώρα και ακούω; Φεύγω.
Μην έρθεις πίσω μου. Στο λέω να το ξέρεις,
ότι θα βρεις κακό μπελά.



Ελένη.
Μα κιόλα είμαι μπλεγμένη. Τι να συμβεί χειρότερο
απ’ όσα έχω πάθει; Όμως Δημήτρη, θα στο πω.
Αυτός δεν είναι τρόπος να φέρεσαι σε μια άμαθη
κι ευαίσθητη κοπέλα. Στο λέω λοιπόν, είναι ντροπή.
(φεύγει ο Δημήτρης.)

Ελένη.
Όπου κι αν πας, κι εγώ μαζί.

Ομπερόν.
Άϊ στο καλό κοπέλα μου και μην ανησυχείς.
Θα βοηθήσω όσο μπορώ την τύχη σου να βρείς.
Καλώς τον Καλογιάννο. Πού είναι το λουλούδι;

Πουκ.
Νάτο αφέντη μου, εδώ.

Ομπερόν.
Δος το μου .Άντε μπράβο.
Θα πάω τώρα παρευθύς να ψάξω την Τιτάνια.
 Που θα κοιμάται ξέγνοιαστη στη λουλουδάτη λόχμη,
όπου ανθίζουν όμορφα μυρωδικά λουλούδια.
 Θεριεύει το αγιόκλημα που κρέμεται απ’τα δέντρα,
και τ’ αγριοτριαντάφυλλα πυκνώνουν και μυρίζουν.
Θα χύσω στα ματάκια της τις μαγικές σταγόνες.
Όμως κι εσύ ξεκίνα. Έχεις δουλειά να κάνεις.
Ψάξε στο δάσος και θα βρείς ένα Αθηναίο νέο.
Ξέρω πως είναι αναίσθητος και κακομαθημένος.
Και μια κοπέλα ευγενική κι ωραία τον κυνηγάει.
Ζητάει την αγάπη του κι εκείνος την αρνιέται.
Ψάξε λοιπόν να τονε βρεις. Και στάξε του στα μάτια
λιγάκι από το φάρμακο, ώστε όταν θα ξυπνήσει,
να τρελαθεί αυτός γι αυτήν, καθώς αυτή για κείνον.

Πουκ
Αφέντη, μην ανησυχείς. Ο δούλος ο πιστός σου, 
πες κιόλας πως τα λόγια σου τα έχει κάνει πράξη.

Πράξη 2
Σκηνή 2
Τιτάνια
Αρχίστε τώρα ξωτικά
 το ωραίο σας τραγούδι
 για να με νανουρίσετε
 γλυκά σαν κάθε βράδυ.
Κι έπειτα όπως ξέρετε.
Να πάτε στις δουλειές σας
.…
Δαιμόνιο.
Πάμε τώρα από δω.
 Στις δουλειές μας στο λεπτό.

Ομπερόν
Ότι δεις όταν ξυπνήσεις,
 για άντρα σου να τ’ αγαπήσεις.
 Αγριογούρουνο, μαϊμού,
 λύκο, αρκούδα ή αλεπού,
 ότι δεις με μια ματιά να το ερωτευτείς τρελά.

Λύσανδρος
Ερμία μου, δεν κουράστηκες;
 Σα να ‘χασα το δρόμο
 μέσα σ’ αυτή τη σκοτεινιά.
Λέω να σταθούμε λίγο,
 να περιμένουμε εδώ
 ως που να ξημερώσει.

Ερμία
Ας κάνουμε έτσι. όπως λες.
Να εδώ είναι μια ρίζα
Την βάζω για προσκέφαλο
να κοιμηθώ λιγάκι.
Βρες ένα μέρος και εσύ.

Λύσανδρος.
Α, όχι, δε σ’ αφήνω
να κοιμηθείς στα χώματα!
Θα κάτσω εγώ εκεί δίπλα,
να σε κρατήσω επάνω μου.
Πιο μαλακό και πιο ζεστό
Το σώμα μου απ’ το χώμα.!

Ερμία.
Λύσανδρε, τι ‘ναι αυτά που λες;
Το ξέρεις πως δεν πρέπει
Να κοιμηθούμε αγκαλιά
πρωτού να παντρευτούμε.

Λύσανδρος
Ερμία, με παρεξήγησες!
Εγώ μονάχα θέλω
να κοιμηθείς ύπνο γλυκό
και αλαφροστρωμένο.
Και είναι τόση η πίστη μου
 και η βαθιά μου αγάπη,
που τίποτα δε σκέφτομαι
 παρά την ευτυχία
 που μου χαρίζει η ανάσα σου
 και πώς να σε φυλάξω από τον κάθε κίνδυνο
 και κάθε ατυχία.

Ερμία
Τα λόγια σου είναι Λύσανδρε
τόσο γλυκά για μένα,
που κάνει αυτό το κούτσουρο
με πάπλωμα να μοιάζει.,
πιο μαλακό και τρυφερό
απ’ οποιοδήποτε άλλο.
Άντε λοιπόν να κοιμηθείς ήσυχος παραπέρα.
Και να ‘ναι η αγάπη σου
 παντοτινά, όπως τώρα.

Λύσσανδρος
Αυτή θα υπάρχει μέσα μου
όσο κι η αναπνοή μου.
Κοιμήσου τώρα, μ’ όνειρα
γλυκά κι ευτυχισμένα.

Ερμία
Και όσα υπόσχεται ετούτη η ευχή,
ας γίνουν σ’ όποιον έχει ευχηθεί.

Πουκ
Μες στο δάσος περπατώ,
 κάποιον νεαρό να βρω
στα ματάκια του επάνω,
δοκιμή του ανθού να κάνω.
Οπ! Σιωπή και προσοχή!
Ποιος κοιμάται πέρα κει;
Τούτος είναι που τη νέα
Πρόσβαλε την Αθηναία.
Να κι αυτή η δυστυχισμένη
μες στο χώμα ξαπλωμένη.
Κι απ’ τον άκαρδο μακριά
της αγάπης το φονιά.
Βάρβαρε, το μαγικό
θα σου αλλάξει το μυαλό.
Ότι δεις μόλις ξυπνήσεις,
σαν τρελός θα αγαπήσεις.

Ελένη
Αχ, πως ζηλεύω την Ερμία:
Αυτήν, όπου και να ‘ναι
 η ευτυχία την κυνηγά.
Εμένα δε με θέλει.
 Αυτήν την περιτριγυρνά
η αγάπη και ο πόθος.
 Κι εμένα η λύπη, η ερημιά
και τώρα και τ’ αγρίμια.


Αρχίζω να αισθάνομαι κι εγώ
 σα να ‘μαι αγρίμι.
Φαίνεται πως αγρίεψα πραγματικά απ’ τη λύπη,
 γι’ αυτό και με περιφρονεί έτσι και ο Δημήτρης
 και μ’ αποφεύγει τρέχοντας
σαν να ‘μουνα θηρίο.
Μα εδώ, ποιός βρίσκεται;
Γιατί ο Λύσσανδρος στο χώμα;
Κοιμήθηκε; Ή είναι νεκρός;
Θεέ μου! Λύσσανδρε, ξύπνα!
Αν ζεις, ξύπνα και μίλα μου!
Λύσσανδρε, άκουσες; Ξύπνα!

Λύσσανδρος
Ξυπνώ από ύπνο σκοτεινό
και βλέπω εδώ το φως
που αστράφτει μέσα στη νυχτιά
σαν ήλιος ζωντανός.
Ελένη, μες στα μάτια σου
κοιτάζω την καρδιά σου
που είναι σαν μέρα φωτεινή
γεμάτη καλοσύνη.
Αλλά, πως κι είσαι μόνη σου;
 Που είναι ο Δημήτρης; Τι είπα!
 Όνομα φριχτό που όμως θα το σβήσω
 με το σπαθί το κοφτερό
που κρέμεται εδώ πέρα.

Ελένη
Μα Λύσσανδρε, γιατί τα λες
αυτά για τον Δημήτρη;
Γιατί εσύ να τον μισείς
που θέλει την Ερμία;
Αυτή, εσένα αγαπά.
Γιατί να τον σκοτώσεις;

Λύσσανδρος
Η Ερμία; Ποιος μιλά γι’ αυτήν
Και ποιος τη λογαριάζει;
Δεν είναι αυτή η αγάπη μου.
Εγώ αγαπώ εσένα.
Σαν ξαφνικά να ξύπνησα
και βλέπω την αλήθεια.
Του ανθρώπου τα αισθήματα
τα κυβερνάει ο νους του.
Αυτό που ο νους του εκτιμά
η καρδιά του αγαπάει.

Κι εγώ, σαν τώρα ξαφνικά
 να έχω ωριμάσει,
 και βλέπω την αξία σου
που ως χτες δεν εκτιμούσα.
 Κι αυτή είναι μεγαλύτερη
 απ’ όσες έχει η Ερμία.
Λοιπόν, εσένα αγαπώ, γλυκιά, γενναία Ελένη!

Ελένη
Θεέ μου! Τι είναι πάλι αυτό;
Γιατί η κοροϊδία;
Τι σου ‘χω φταίξει Λύσσανδρε
 και με εμπαίζεις έτσι;
 Άρα, δε φτάνει η λύπη μου
 κι ο πόνος της καρδιάς μου,
 που αυτός που θέλω με μισεί;
Το βρήκες για παιχνίδι; Αντί να με παρηγορείς
να κοροϊδεύεις έτσι;
Φεύγω από δω! Ντροπή σου!
Σε νόμιζα πιο κύριο
Και σε θεωρούσα φίλο
Μα φέρεσαι ανάξια!
Ντρέπομαι να σε ξέρω.
(φεύγει η Ελένη)

Λύσσανδρος
Δεν είδε την Ερμία.
Μα έτσι είναι καλύτερα
γιατί αυτή κοιμάται.
Κι εγώ μπορώ πιο ήσυχα
να φύγω από δω πέρα.
Συνέχισε τον ύπνο σου
Και ‘γω ν’ απομακραίνω.
 Γιατί, όπως κάποιος μπούκωσε
 να τρώει όλο το ίδιο,
 έτσι εγώ νιώθω ξαφνικά
για τούτη την Ερμία.
Δε θέλω ούτε τη μυρωδιά
ούτε και το καλό της.
Μου φέρνει βαρυστομαχιά
και μόνο που τη βλέπω.
Εγώ έχω άλλον θησαυρό
να κυνηγήσω τώρα.
Γλυκιά κι αξιολάτρευτη Ελένη,
εγώ σε σένα τρέχω.
(βγαίνει)

Ερμία
Αχ, Λύσσανδρε, βοήθεια!
Λύσσανδρε, έλα κοντά μου!
Είδα ένα όνειρο φριχτό,
Κι ακόμα τώρα τρέμω.
Ένα πολύ τρομακτικό,
 μαύρο μεγάλο φίδι,
καθόταν εδώ δίπλα μου
κι έτρωγε την καρδιά μου!
Λύσσανδρε, που ‘σαι αγάπη μου!
Λύσσανδρε, Δε σε βλέπω!
Λύσσανδρε, ακούς; Αγάπη μου;
Πώς, τι; Κανείς δεν είναι;
Ο Λύσσανδρος δεν είναι εδώ;
Λύσσανδρε, τι έχεις πάθει;
Ω Θεέ μου! Δεν είναι κανείς!
Κάτι θα έχει πάθει.
Τρέχω αμέσως να τον βρω.
Ή αυτόν ή να πεθάνω!

Πράξη 3
Σκηνή 1
(Ο θίασος ---- Στημόνης, Τιτάνια, Δαιμόνια)

Στημόνης
Λοιπόν. Είμαστε όλοι μας εδώ;

Κυδώνης
Είμαστε όλοι. Και βλέπω πως το μέρος
Είναι πολύ κατάλληλο να κάνουμε την πρόβα.
Ετούτο δω το άνοιγμα θα είναι η σκηνή μας
κι εδώ τα παρασκήνια, πίσω απ’αυτούς τους θάμνους.
Άντε λοιπόν, αρχίζουμε να παίζουμε το δράμα,
έτσι όπως θα το κάνουμε μπροστά στο βασιλιά μας.

Στημόνης
Μαστρο- Κυδώνη, όμως εδώ…

Κυδώνης
Τι θες φίλε Στημόνη;

Στημόνης
Να είναι κάτι πράγματα μέσα σ’ αυτό το δράμα,
 που εμένα με φοβίζουνε. Παράδειγμα, τα όπλα.
Λέει ότι ο Πύραμος τραβάει το σπαθί του
και με αυτό σκοτώνεται.
Αυτό για τις κυρίες που θα ‘ναι στην παράσταση
 είναι πολύ τρομακτικό. Σκέψου να φοβηθούνε
και να αρχίσουν τις φωνές.

Καζάνης
Αχ, όχι, Βαγγελίστρα μου! Μη γίνει τέτοιο πράγμα!

Βελόνης
Καλύτερα ν’ αφήσουμε τους σκοτωμούς απ’ έξω.

Στημόνης
Αυτό που λες δε γίνεται. Αν βγάλουμε τους σκοτωμούς,
χαλάει όλο το έργο. Όλη η ουσία είναι αυτή:
Που οι ήρωες πεθαίνουν απ’ την απελπισία τους.
Έχω μιαν άλλη ιδέα. Να γράψεις ένα πρόλογο,
που να τα λέει όλα. Να εξηγεί στους θεατές
πως τούτα τα σπαθιά μας δεν είναι να σκοτώνουνε.
Κι ακόμα να εξηγήσει, ότι εγώ ο Πύραμος,
είμαι ο Στημόνης ο υφαντής, και Πύραμος δεν είμαι.
 Έτσι θα ξέρουν πως αυτά είναι όλα φαντασίες,
και δεν θ’ ανησυχήσουνε με ότι και να δούνε.

Κυδώνης
Καλά, θα γράψω πρόλογο και θα τονε διαβάσω
πριν από την παράσταση.

Καζάνης
Αλλά, και το λιοντάρι: Είναι κι αυτό τρομακτικό.
Πρέπει να το εξηγήσεις.

Στημόνης
Για φανταστείτε κύριοι, τώρα εδώ μπροστά μας,
να εμφανιστεί έτσι ξαφνικά ένα άγριο λιοντάρι.
Εσείς δε θα τρομάξετε; Σκεφτείτε τις κυρίες
που είναι και ευαίσθητες και καλοαναθρεμμένες.

Ροκάνης
Χρειάζεται κι άλλος πρόλογος, να πει για το λιοντάρι.

Στημόνης
Δίκιο έχεις. Να πούμε τον ηθοποιό που παίζει αυτό το ρόλο.
Και θάταν το καλύτερο να  το ’λεγε ο ίδιος.
Να πει: «Εγώ κυρίες μου, κι αν μοιάζω με λιοντάρι,
 μ’ αυτήν εδώ τη λεοντή και με την άγρια χαίτη,
 όμως θεριό δεν είμαι. Δεν έχω εγώ κακό σκοπό.
 Και σας ζητώ για χάρη, καθόλου μην τρομάξετε
 όσο και να βρυχιέμαι». Κι ακόμα για καλύτερα,
ας πει και τ ’όνομά του: «Είμαι ο Ροκάνης, μαραγκός.»

Κυδώνης
Καλά, καλά, το γράφω. Μα έχουμε κι άλλο πρόβλημα
αυτό με το φεγγάρι. Γιατί, όπως διαβάσατε, ο Πύραμος κι η Θίσβη, τη νύχτα θα ανταμωθούν, κάτω απ’ τη φεγγαράδα.
Μα εμείς, πως θα το κάνουμε να ‘ρθει μες στο παλάτι
το φως του φεγγαρόφωτου;

Ροκάνης
Λέω να μπει ένας από μας, και να κρατά φανάρι
και να τους πει πως είναι εκεί γιατί είναι το φεγγάρι.

Κυδώνης
Ωραία, το λύσαμε κι αυτό.  Μα είναι και ο τοίχος.
Εκεί που συναντιώνται στην πρώτη- πρώτη τους σκηνή
 ο Πύραμος κι η Θίσβη . Που όπως λέει το δράμα,
έτσι μιλάνε στην αρχή, κρυφά, πίσω απ’ τον τοίχο.




Καζάνης
Ε, τώρα αυτό δε γίνεται. Τι λες; Να κουβαλήσουμε
τοίχο μες στο παλάτι; Γίνονται αυτά τα πράγματα;

Στημόνης
Αυτό που λέω είναι, να κάνουμε τον τοίχο εμείς.
 Κάποιος να παραστήσει πως είναι τοίχος αψηλός.
 Και να βαφτεί και άσπρος, και να κρατάει τα δάχτυλα
έτσι διχαλωμένα για νάναι η χαραματιά,
που μέσα κει μιλάνε η Θίσβη και ο Πύραμος.

Κυδώνης
Τότε, όλα είναι έτοιμα και τακτοποιημένα.
Κι άντε λοιπόν ν’ αρχίσουμε, να κάνουμε την πρόβα.
Αρχίζεις Πύραμε εσύ. Και μόλις τελειώσεις
το πρώτο σου κομμάτι, να πας στα παρασκήνια,
κι εκεί να περιμένεις ως να ξανάρθει η ώρα σου
να ξαναβγείς να παίξεις. Κι όλοι εσείς το ίδιο.

ΙΙουκ. (Κρυμμένος στο βάθος)
Ώπα! Τι βλέπω πέρα δω;
Ποιοι είναι οι φασουλήδες
 αυτοί που έχουν μαζευτεί
 επάνω από το στρώμα της νεραϊδοβασίλισσας;
Μπά, σαν να παίζουν θέατρο.
Ας κάτσω ν’ απολαύσω.
 Κι αν χρειαστεί, παίζω κι εγώ, για να τους βοηθήσω.

Κυδώνης
Σ’ ακούμε Πύραμε. Άρχισε!
Θίσβη, στάσου μπροστά του!

Στημόνης
Πώς βγάζει τ’ άνθος Θίσβη μου,
γλυκιά ευωδιά και βρώμα.

Κυδώνης
Χρώμα, χρυσόστομε, χρώμα, όχι βρώμα!

Στημόνης.
Πως βγάζει τα’ Θίσβη μου
 γλυκιά ευωδιά και χρώμα,
 έτσι η πνοή σου η ακριβή,
απ’ τ’ ακριβό σου στόμα.
Μα δες: Φωνή ακούστηκε.


Περίμενε δω πέρα
να πάω να δω τι γίνεται.

Πουκ
Εμένα αυτός μου κάνει
για τη σπουδαία τη δουλειά
που σκέφτηκα να κάνω.

Φυσούνης
Τώρα, είναι το μέρος μου;

Κυδώνης
Αμ, βέβαια, βέβαια, λέγε.

Φυσούνης
Αχτινοβόλε Πύραμε,
 και λαμπερή μου αγάπη
 κάτασπρο κρινομάγουλο
 και κόκκινο στο χρώμα,
σαν κόκκινο τριαντάφυλλο.
 Πιστό κι αφοσιωμένο,
 όπως πιστό είναι τ’ άλογο
 στον άξιο καβαλάρη.
Θα σ’ ανταμώσω Πύραμε,
στου Σπύρου το μνημούρι.

Κυδώνης
Στου «Πύρρου το μνημούρι», άνθρωπε!
 Αλλά αυτό δεν το λες τώρα.
 Περιμένεις να γυρίσει ο Πύραμος
και τότε το λες. Αυτό είναι η απάντηση
όταν θα σε καλέσει για να βρεθείτε κάπου αλλού.


Φυσούνης
Ουφ. Καλά, καλά.
…Όπως πιστό είναι τ’ άλογο
στον άξιο καβαλάρη..
(Μπαίνει ο Στημόνης μεταμορφωμένος).


Στημόνης
Αν ήμουν Θίσβη μου όμορφος,
θα ‘μουν δικός σου μόνο..

Κυδώνης
Παναγιά μου τέρας!
Χριστέ μου, το στοιχειό!
Κάντε το σταυρό σας μαστόροι!
Δρόμο μαστόροι!
Βοήθεια!
(βγαίνουν όλοι)          
Πουκ
Χε! Κι εγώ σας κυνηγώ.
Φέρνω κι άλλο πανικό.
Για να τρέχετε με φόρα
ως να φτάσετε στη χώρα.
Μια θα κάνω το σκυλί
μια το άγριο γουρούνι.
Μια θα γίνομαι φωτιά.
Θα γαυγίζω, θα μουγκρίζω,
μες στη νύχτα θα τσιρίζω.
Και θα βγάλετε φτερά
στα ποδάρια τα χοντρά.

Στημόνης
Γιατί φύγανε;
Είναι κατεργαριά τους.
Το κάνουν για να φοβηθώ.
(μπαίνει ο Καζάνης).

Καζάνης
Ε! Στημόνη, σάμπως ν’ άλλαξες κοψιά;

Στημόνης
Ναι, σου έμοιασα, στη φάτσα τη γαιδουρινή.
(βγαίνει ο Καζάνης, μπαίνει ο Βελόνης).


Βελόνης
Παναγιά μου μεγαλόχαρη! Παναγιά μου Ελεούσα!
Αυτός εδώ είναι μαγεμένος για καλά.
(φεύγει).

Στημόνης
Κοίτα να δεις οι γάιδαροι!
Σηκώνονται και φεύγουν.
Θένε να με τρελάνουνε
για να γελούν μαζί μου.
Αμ δε: Γιατί εγώ έχω
υπομονή γαϊδουρινή.
Δεν το κουνάω ρούπι.
Θα κάτσω εδώ να τραγουδώ. Να δουν πως δεν φοβάμαι.
(τραγούδι:)
Όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι
θα σ’ αγοράσω ένα κοκοράκι.
Το κοκοράκι γκι γκι κρικι κι!
θα σε ξυπνάει κάθε πρωί.

Τιτάνια
( ξυπνώντας)

Ποια τρυφερή. γλυκιά φωνή, τον ύπνο μου χαλάει;

Στημόνης
Όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι
θα σου φέρω μία κοτούλα.
Η κοτούλα γκα γκα γκα,
το κοκοράκι γκι γκι γκί
θα σε ξυπνά κάθε πρωί.

Τιτάνια
Ωραίε θνητέ. μη σταματάς
τ’ ωραίο σου τραγούδι.
Με μάγεψε η όψη σου
κι η σπάνια ομορφιά σου.
Στ’ αλήθεια θέλω να σου πω,
πως απ’ τα βάθη της ψυχής μου σ’ αγαπώ!

Στημόνης.
Αυτό κυρά μου. που μου λες, εγώ,
 στ’ αλήθεια δεν το βρίσκω λογικό.
Αλλ’ απ’ την άλλη θα μου πεις
η λογική κι ο έρωτας ποτέ δεν παν παρέα.
.
Τιτάνια
Α! λοιπόν είσαι και σοφός, όσο και ομορφάντρας!

Στημόνης
Κυρά μου ψέματα εγώ δεν έμαθα να λέω.
Δεν είμαι ούτε όμορφος ούτε και μορφωμένος.
Κι αν τώρα δα ήξερα αρκετά
για να τα καταφέρω
να βγω απ’ το δάσος τούτο εδώ,
θα ’μουν φχαριστημένος.

Τιτάνια
Να βγεις; Ποτέ!
Για πάντα εδώ θα μείνεις.
Κοντά μου, στην αγκάλη μου
να σ’ έχω συντροφιά μου.
Και θα σε κάνω αθάνατο
ποτέ να μη σε χάσω.
Και θα σου δώσω συνοδειά
να σε υπηρετήσει.
Και σ’ όλα τα χατήρια σου
να σε ευχαριστήσει!
Μαμούνι., αραχνούλα,
Μπιζέλι και σινάπι!



Μαμούνι
Παρών, εδώ.


Μπιζέλι
Να ‘μαι  κι εγώ.


Αραχνούλα
Παρούσα. Διατάξτε.

Σιναπόσπορος
Παρών αυτοπροσώπως.

 Τιτάνια
Ορίστε το καθήκον σας.
Αυτόν για κύριο σας
θα έχετε από δω και μπρος.
Θα τον υπηρετείτε
πρόθυμα, ευγενικά, πιστά.
Θα δίνετε ότι θέλει.
Να μου τον ντύσετε όμορφα.
Να τον ταϊζετε καλά.
Με σύκα, με αμύγδαλα
με μέλι και με γάλα.
Και να τον διασκεδάζετε
με όλα σας τα κόλπα.
Αστεία, χορούς, πηδήματα.
Για να περνούν οι μέρες του
καλά κι ευτυχισμένα.
Ορίστε χαιρετίστε τον!


Σιναπόσπορος
Χαίρε καλό μου αφεντικό!

Αραχνούλα
Πιστή ακόλουθός σου!

Μαμούνι
Τιμή μου να σ’ υπηρετώ!

Μπιζελάνθι
Και από μένα χαίρε!

Στημόνης
Κύριοι, σας ευχαριστώ
απ’ τα βάθη της καρδιάς μου
για την θερμή υποδοχή.
Πως είν’ τα ονόματά σας;


Αραχνούλα
Εγώ καλέ μου κύριε
είμαι η αραχνούλα.
Που μπλέκω δίχτυα κεντητά
σε θάμνους και λουλούδια.
Θα κάνω ότι μπορώ για σας,
να σας ευχαριστήσω.

Στημόνης
Χαίρομαι που σε γνώρισα.
 Θα πάρω απ’ τον ιστό σου
 αν τύχει κάπου να κοπώ,
 που σταματά το αίμα!
Και συ ευγενής μου δεσποινίς;

Μπιζελάνθι    
Εγώ είμαι το  Μπιζελάνθι .
Τυλίγομαι γύρω από τ’ άλλα φυτά
και φτιάχνω γλυκό, στρογγυλό αρακά.


 Στημόνης
Ω! Έχεις τρανή καταγωγή από μεγάλο σόι.
Χαιρετισμούς στη μάνα σου την κυρά-κολοκύθα,
και στο σεβάσμιο θείο σου τον γίγαντα φασόλι
που τον τιμώ όπως κι αν τον βρώ:
πλακί ή φασολάδα.
Κι εσείς οι τελευταίοι δυο;

Σιναπόσπορος
Εμείς είμαστε ένα.

Στημόνης
Δε λέω πως είμαι άσσος στην αριθμητική.
Μα νόμιζα πως το ένα δεν γίνεται διπλό.
Και πως σας σε λένε, λοιπόν, παρακαλώ;

Σιναπόσποροι
Είμαστε το σινάπι.

Στημόνης
Που ‘φαγα κάμποσο προχτές και καίει το στομάχι.
Σιναπόσποροι
Αυτή ‘ναι η δουλειά μας σερ.
Γινόμαστε μουστάρδα,
που νοστιμίζει το ψητά
και τσιτσιρίζει τα σωθικά.
(Τραγουδούν.)
Είμαστε δύο, πετυχημένοι

Δύο σε δύο σε ένα ενωμένοι.
Ότι κι αν κάνουμε κι όπου βρεθούμε
χαρά και ζόρι ταυτοχρόνως προκαλούμε.

Ο ένας κάνει πως νοστιμίζει
κι ο άλλος καίει και σε δακρύζει.
 Κάνουμε δύο τη μια δουλειά,
 και το οχτώ κάνουμε εννιά.

Δουλειά διπλή, το πίσω μπρος
κι έτσι μπερδεύεται κάθε σοφός.
 Τα δύο- ένα, το ένα- δυο,
χαλάμε κάθε αριθμό,
μα νοστιμίζουμε το χοιρινό.

Τιτάνια
Εμπρός λοιπόν, δαιμόνια
πάτε να τον φροντίσετε.
Και γω τον περιμένω
να τον χαρώ ολόφρεσκο
και μοσχομυρισμένο!





Πράξη 3
Σκηνή 2

Α (Ομπερόν, Πουκ,  Ερμία και Δημήτρης)

Ομπερόν
Είμαι πολύ περίεργος, αν ξύπνησε η Τιτάνια.
Και τι να ερωτεύτηκε ! Α! να ο καλογιάννος.
Λέγε μου γρήγορα. Έπιασε, το μαγικό σχέδιό μου;


Πουκ  
Αφέντη μου η Τιτάνια
αγάπησε ένα τέρας.
Βρίσκονταν στο λημέρι της
μια συντροφιά χωριάτες,
που φτιάχναν ένα θέατρο
να παίξουνε στο γάμο.
Κι απ’ όλους τους ο πιο χαζός
που ’ταν και καυχησιάρης,
θα έπαιζε έναν Πύραμο
 ερωτοχτυπημένο.
Πάω εγώ, παραφυλώ,
βρίσκω την ευκαιρία,
και κάνω την κεφάλα του
σαν κεφαλή γαϊδάρου.
Μετά με κόλπα κυνηγώ
 και διώχνω όλους τους άλλους.
 Τους τρόμαξα για τα καλά
 κι αυτοί ακόμα τρέχουν.
Μετά ξυπνά η Τιτάνια
και βλέπει τον ωραίο
που είναι ένας Πύραμος
με τριχωτό κεφάλι.
Κι αμέσως ερωτεύεται
με πάθος και λαχτάρα,
 τη μούρη τη γαϊδουρινή
από γενιά θεατρική!

Ομπερόν
Μάλιστα! Αυτό το πέτυχες.
Και με τον Αθηναίο;

Πουκ
Βεβαίως, τό’κανα κι αυτό.
(Μπαίνει ο Δημήτρης κι η Ερμία)

Ομπερόν
Ωπ, κρύψου, να κατά φωνή..

Πουκ
Μα όχι! Αυτός είναι άλλος!

Δημήτρης
Μα εσύ Ερμία μου μιλάς
σαν να ’μουνα εχθρός σου.
Τι έκανα; Που σ’ αγαπώ;
Γι ’αυτό με βρίζεις έτσι;

Ερμία
Λίγα σου λέω! Θα ’πρεπε
και να σε καταριέμαι
αν έχεις κάνει πράγματι
 αυτό που υποθέτω!
 Αν σκότωσες τον Λύσσανδρο
 την ώρα που κοιμόταν,
ορίστε σκότωσε κι εμέ!
 Μόνο έτσι θα ησυχάσω.
 Κι ούτε πιστεύω βέβαια
τις άτιμες ψευτιές σου.
 Ότι εκείνος έφυγε
 κρυφά από κοντά μου
 την ώρα που κοιμόμουνα!
 Άνδρας πιστός όσο αυτός
 δεν βρίσκεται στον κόσμο!
 Και τώρα εσύ τον σκότωσες!
 Αδίστακτε φονιά του!
Το βλέπω και στα μάτια σου
 που είναι αγριεμένα
όπως τα μάτια του φονιά
 τα ματοβουτηγμένα!

Δημήτρης
Τα μάτια μου αγρίεψαν
με όλ’ αυτά που ακούω.
Εσύ είσαι η φόνισσα
που σφάζεις την καρδιά μου.
 Μα είναι τα μάτια σου γλυκά
 κι η όψη σου αστράφτει.
Καθόλου η όψη του φονιά    
δεν μοιάζει στο έγκλημά του.

Ερμία
Τώρα τι σχέση έχουν αυτά
μ’ αυτό που σε ρωτάω;
Εγώ θέλω τον Λύσσανδρο.
Πούντονε; Φέρε μου τον.

Δημήτρης
Καλύτερα να έριχνα  
στους σκύλους το κορμί του.

Ερμία
Φτού σου φονιά, αιμοσταγή!
Φτού σου και πάλι φτού σου!
Χάνω πια κάθε υπομονή.
Πες μου όλη την αλήθεια.
Τον σκότωσες στον ύπνο του;
Λέγε! Θέλω να ξέρω!

Δημήτρης
Τσάμπα χαλάς τόσο θυμό.
Δεν σκότωσα το Λύσσανδρο.
Κι ούτε τον έχω για νεκρό.

Ερμία
Αχ, πες μου πως είναι καλά!

Δημήτρης
Κι εγώ τι θα κερδίσω;

Ερμία
Τη χάρη να εξαφανιστώ
 για πάντα από μπροστά σου.
 Κι αφού από σένα τίποτα
δεν πρόκειται να μάθω,
 έτσι κι αλλιώς φεύγω από δω.

Δημήτρης
Έτσι που είναι έξαλλη, καλύτερα άστη μόνη.
Δεν βγαίνει συνεννόηση. Εκτός απ’ όλα τα άλλα
 δεν έχει κοιμηθεί κι αυτό χαλά τα νεύρα.
 Αλλά κι εγώ νυστάζω.
Ας κάτσω εδώ να κοιμηθώ κι αργότερα θα δούμε.
(κοιμάται).

Ομπερόν.
Αχ, Πουκ, τι έκανες εδώ;
 Έστυψες το λουλούδι
 σε λάθος ματοτσίνορα.
Σα να ’γινε επίτηδες
αυτό το αστείο λάθος.
 Για να φανεί πως η πιστή καρδιά
μπορεί να απιστήσει
 πιο εύκολα παρ’ότι
να γίνει η άπιστη καρδιά
 πιστή κι αφοσιωμένη.

Πουκ
Έτσι είναι αφέντη μου σοφέ.
Σε έναν τίμιο άνδρα
αναλογούν χίλιοι άπιστοι.

Ομπερόν
Τρέχα στο δάσος γρήγορα
να βρεις τη δόλια Ελένη
και σκέψου κάποιο τέχνασμα
να έρθει κατά δώθε.
Στο μεταξύ εγώ εδώ
θα έχω αυτόν μαγέψει.

Πουκ.
Πάω, πάω, πάω και πετώ
 σαν άνεμος γοργά
και σαν σαΐτα που πετά
στου ανέμου τα φτερά.

Ομπερόν
(βάζει σταγόνες στον Δημήτρη)
Κόκκινό μου λουλουδάκι
κάνε τούτο το ματάκι
ότι δει μόλις ξυπνήσει
με λαχτάρα ν’ αγαπήσει.

Πουκ.
Βασιλιά των ξωτικών,
 να την έρχεται η Ελένη.
 Κι από πίσω της μ’ ορμή,
ένας νιός που την ποθεί.

Βρε τι γλέντι θα γενεί!
Πετυχιά μοναδική.
Δυο θε ν’αγαπούνε μια.
Θα γλεντήσω για καλά.

Ομπερόν.
Σουτ! Κρυβόμαστε. Μιλιά!


Πουκ
Βρε βρε γέλιο και χαρά!
Πώς μ’ αρέσουν οι δουλειές
που ’χουν τέτοιες μπερδεψιές!
                                   
                        ΤΕΛΟΣ  Α!  ΜΕΡΟΥΣ


 Πράξη 3
Σκηνή 2

Β (Λύσσανδρος —Ελένη, Δημήτρης /-Ερμία, Ομπερον Πουκ)

Λύσσανδρος
Δεν κοροϊδεύω. Σ’ αγαπώ
με όλη την ψυχή μου.
Δε βλέπεις που τα μάτια μου
βουρκώνουνε για σένα;

Ελένη
Αυτό που βλέπω είναι πως
όσο πας γίνεσαι πιο πονηρός.
Και είναι πράγματι φριχτό
η αλήθεια την αλήθεια να σκοτώνει.
Μέχρι χτες έλεγες αυτά
τα ίδια στην Ερμία.

Λύσσανδρος
Όταν της τα ‘λεγα αυτά
μυαλό σταλιά δεν είχα.

Ελένη
Ούτε και τώρα έχεις.
που λες τα ίδια ανάποδα.

Λύσσανδρος
Μα αυτήν την θέλει κι ο Δημήτρης
Ενώ εσένα, μόνο εγώ.


Δημήτρης
(Που ξυπνάει)
Ελένη, ωραία μου θεά,
πως βρέθηκες κοντά μου,
Μα είσαι τόσο όμορφη!
Πως δεν το ‘χα προσέξει;
Μοιάζουν με έβενο ακριβό
 τα όμορφα μαλλιά σου,
 και με κεράσια δροσερά
 τα κόκκινά σου χείλη!
Και το κάτασπρο δέρμα σου
 με άσπιλο φρέσκο χιόνι!

Ελένη
Ω θεέ μου! Τι ντροπή είν’ αυτή;
Δυο να με κοροϊδεύουν;
Δε φτάνει που κανένας σας


δε νοιάζεται για μένα,
παρά διασκεδάζετε
εις βάρος μου κι οι δύο;
Εσείς που τσακωνόσασταν
για αγάπη της Ερμίας,
τώρα συναγωνίζεστε
σ’ αυτή τη κοροϊδία.
Μα είναι κακοήθεια
αυτό και για τους δυο σας
έτσι να περιπαίζετε
μιαν άτυχη κοπέλα.
Που μόνο της αμάρτημα
 είναι που αγαπάει
κάποιον που δεν την αγαπά.

Λύσσανδρος
Δημήτρη, φέρεσαι άσχημα:
Η συμπεριφορά σου
είν’ άπρεπη και άθλια.
Αφού το ξέρουμε όλοι μας
πως θέλεις την Ερμία.
 Να που εγώ στην άφησα,
δική σου, χάρισμά σου.
 Ας την Ελένη ήσυχη
σε μένα που τη θέλω.

Ελένη
Φλύαροι, ψεύτες κι άθλιοι!
Χειρότεροι του κόσμου!


Δημήτρης
 Λύσσανδρε, σε ευχαριστώ
γι’ αυτή την προσφορά σου,
 μα δεν μπορώ να τη δεχτώ.
Δε θέλω την Ερμία.
 Κι αν την αγάπησα ποτέ,
αυτά έχουν πια περάσει.
 Σαν η καρδιά μου νάτανε
μακριά ταξιδεμένη.
Μα τώρα πίσω γύρισε
στο σπίτι, στην Ελένη.
Και από δω δεν φεύγει πιά.

Λύσσανδρος
Ελένη, μην πιστεύεις.

Δημήτρης
Πίστη; Και ποιος μιλά για αυτήν;
Εσύ; Μα είναι για γέλια!
Μα να και η αγάπη σου
νομίζω πως σε ψάχνει.

Ερμία
Λύσσανδρε, η νύχτα η σκοτεινή, σε έκρυψε από μένα.
Μα τη φωνή σου άκουσα, την ακριβή μου φίλη
που μες στη νύχτα ακούγεται πιο καθαρά απ’ τη μέρα.
Μα, που εξαφανίστηκες, κι είχα κατατρομάξει;
Τι τρόπος ήτανε αυτός να με αφήσεις μόνη;

Λύσσανδρος
Όποιον φυσάει ο έρωτας, όπου τον σπρώξει πάει.

Ερμία.
Αλλά, τι είδους έρωτας σ’ έσπρωξε μακριά μου;

Λύσσανδρος
Ο έρωτας του Λύσανδρου για την ωραία Ελένη.
Τι τρέχεις πίσω μου εσύ; Δεν έχεις καταλάβει
πως έφυγα να μη με βρεις;

Ερμία.
Κοροιδεύεις. Δεν τα πιστεύεις όσα λες.
Έλα, πες την αλήθεια!

Ελένη.
Μάλιστα. Είναι κι η φίλη μου μ’ αυτούς συνεννοημένη.
 Κι αυτοί καλά. Είν’ αρσενικοί και βάρβαροι από φύση.
 Μα εσύ Ερμία: Η φίλη μου; Η παιδική μου φίλη;
 Πώς το μπορείς εσύ αυτό, να με εμπαίζεις έτσι,
 για χάρη της παρέας σου; Δεν πρέπει πια καμιά μας
 να σε θεωρεί για φίλη της, κι ούτε να σου μιλάει.

Ερμία.
Ελένη, τι ’ναι αυτά που λες; Εγώ σε κοροϊδεύω;

Ελένη.

Δεν έβαλες το Λύσσανδρο να με περιγελάσει:
Να λέει για τις χάρες μου και για τις ομορφιές μου;
 Δεν έβαλες και τούτον, που εγώ λατρεύω σα Θεό
 κι αυτός να κοροϊδεύει, να με φωνάζει άξια,
γλυκιά, θεά κι ωραία; Πώς τάχα γίναν όλα αυτά;
Μπορείς να μου εξηγήσεις;
Ο Λύσσανδρος τρελάθηκε και άλλαξε αγάπη,
 και του Δημήτρη γύρισε ο αέρας τα μυαλά;
Εγώ δεν είμαι τυχερή, κανείς δεν μ’ αγαπάει
μα δε σημαίνει πως αυτό δικαίωμα σου δίνει
 έτσι να με ταλαιπωρείς αντί να με λυπάσαι.

Ερμία.
Ελένη, έχω μπερδευτεί. Δε σε καταλαβαίνω.

Ελένη.
Και μάλιστα πολύ καλά. Και τώρα παριστάνεις,
σα θεατρίνα τέλεια, πως είσαι λυπημένη!
Και μόλις γύρισα αλλού, εσείς κρυφοκοιτιέστε.
Και συνεννοείστε σιωπηλά στο άθλιο αυτό παιχνίδι!
Ντροπή σας! Που αν την είχατε, θα ‘χατε κοκκινίσει!

Αλλά, τι κάνω εγώ εδώ; Φεύγω αμέσως τώρα
στο κάτω- κάτω φταίξιμο δικό μου είν’ η αγάπη.
Που μ’ έσπρωξε και βρέθηκα σε μέρος στοιχειωμένο.
Και τώρα ζω ετούτον δω τον φοβερό εφιάλτη!

Λύσσανδρος
Ελένη, στάσου εδώ. Που πας. Κάτσε να με ακούσεις!

Ελένη
Έξοχα!

Ερμία
Λύσσανδρε, όχι αγάπη μου! Μη τηνε κοροϊδεύεις.

Δημήτρης
Αν δεν ακούει με το καλό, θ’ ακούσει με το ζόρι!

Λύσσανδρος
Ούτε οι φοβέρες με πτοούν, ούτε τα παρακάλια:
Εγώ το μόνο που ποθώ, είναι η δική σου αγάπη.
 Ελένη, φως του ουρανού, σου λέω η ζωή μου
 είναι δική σου. Ορκίζομαι στην πίστη μου
 και στην υπόληψή μου!

Δημήτρης
Κι εγώ σου λέω πως σ’ αγαπώ, περσότερο από κείνον.


Λύσσανδρος.
Ωραία λοιπόν! Βγάλε σπαθί! Εδώ θ’ αποδειχθούνε
τι αξία έχουν το λόγια σου!

Δημήτρης
Ορίστε! Είμαι έτοιμος.

Ερμία.
Λύσσανδρε, τι ‘ναι όλα αυτά;

Λύσσανδρος
Τραβήξου παραπέρα.

Δημήτρης.
Κοίτα ο δειλός! Τάχα μου τον κρατάει αυτή!
Τάχα πως θα πολέμαγε! Μα δεν κοτάς καημένε!

Λύσσανδρος (στην Ερμία)
Ξεκόλλα από πάνω μου! Παράτα με σου λέω!
Εδώ έχω εγώ ν’ αγωνιστώ στ’ όνομα της αγάπης!

Ερμία
Μα ποιαν αγάπη, αγάπη μου; Μήπως... δεν κοροϊδεύεις;

Ελένη
Κάνει ακριβώς ότι κι εσύ.

Λύσσανδρος
Δημήτρη, έχεις το λόγο μου, Θα ’ρθω να πολεμήσω!
Περίμενε!

Δημήτρης
Τα λόγια σου κι ο λόγος σου λύνονται σαν κορδέλες.
Ποιόν λόγο να εμπιστευτώ; Σε λύνει και σε δένει,
μια γυναίκα αδύναμη μόνο με τις κουβέντες!

Λύσσανδρος
Μα τι να κάνω; Κοίτα δω: Τι θες; Να τη σκοτώσω;
Εντάξει, δεν τη θέλω πια, μα όχι να την χτυπήσω!

Ερμία

Γιατί, υπάρχει χτύπημα, χειρότερο από τούτο;
 Δεν μ’ αγαπάς; Και με μισείς; Γιατί; Τι σου ’χω κάνει;
 Δεν είμαι η αγάπη σου; Δεν είμαι η Ερμία,
ίδια όπως ήμουν μέχρι χτές;
Δεν είσαι ο Λύσσανδρός μου;

Μέχρι που ήρθε η νύχτα αυτή, μ’ αγάπαγες με πάθος
και πριν να φύγει η νυχτιά φεύγεις εσύ από μένα;
Μα τι λέω; Φεύγεις; Από πού;
Λύσσανδρε, αυτό είναι τρέλα:
Τι λες, αγάπη μου, τι λες;
Πες μου, τι είν’ όλα ετούτα;
Λύσσανδρε, μίλα σοβαρά.
Δεν είναι αυτό παιχνίδι!


Λύσσανδρος.
Και σοβαρά και τίμια.
Με όλη την καρδιά μου
Σε βεβαιώ πως σε μισώ..
Η αγάπη μου είν’ η Ελένη.
Και πάρε το απόφαση
Και φεύγα από κοντά μου!


Ερμία.
Θεέ μου! Εσύ παμπόνηρε
ανθέ σκουληκιασμένε.
Μέσα στη νύχτα ήρθες κρυφά
να κλέψεις την καρδιά του;


Ελένη.
Τώρα ο κύκλος έδεσε.
Φωνάζει ο κλέφτης δυνατά
να φύγει ο νοικοκύρης.
Τι θες λοιπόν κοπέλα μου;
Δεν ντρέπεσαι λιγάκι;


Θες να με κάνεις να σου πω
 όσα δεν σέρνει η σκούπα;
Εγώ, που πάντα ευγενική
 ήμουν και μαζεμένη;
Μα πιά, ο αφρός ξεχείλισε!
Ντροπή σου κι αμαρτία!
Αναίσθητη, υποκρίτρια
και ψεύτικη σαν κούκλα.


Ερμία.
Κούκλα; Αμ, έτσι πες το μου!
Τώρα καταλαβαίνω
Αυτά λοιπόν πανούργα μου
ήρθες και τσαμπουνούσες.
Για να τους πάρεις τα μυαλά.
Πως είμαι κρύα και ψυχρή,
όπως και μία κούκλα.
Αυτά που πάντα λέγατε
για μένα, από ζήλια.
Εσύ κι όλες οι άλλες
απ’ όταν ήμασταν μικρές.
Ενώ εκείνη, τάχατες,
με τη κορμοστασιά της
και με τα μαύρα της μαλλιά
πιότερη έχει αξία.
Ώστε είμαι κρύα και ψεύτικη
κυρά - ψηλολελέκα;
Μα όχι τόσο ψεύτικη,
που να μην καταφέρνω
τα νύχια μου στα μάτια σου
τα πονηρά να χώσω.


Ελένη
Κύριοι, σας παρακαλώ.
Παρ’ όλο που δε φέρεστε
καθόλου σαν ιππότες,
όμως μην επιτρέψετε
σ’ αυτήν να με χτυπήσει!
Το βλέπετε, είναι έτοιμη
και δεν διστάζει διόλου.
Κι εγώ ήμουν πάντοτε δειλή
δεν είμαι μαθημένη
σε τέτοιες γυναικοδουλειές
και κυρατσοκαυγάδες.
Μη βλέπετε που είναι ξανθιά
και λεπτοκαμωμένη
και θεωρείτε πως μπορώ
εγώ να την νικήσω!


Ερμία.
Πάλι με λέει μπιμπελό.


Ελένη
Ερμία μου, άκουσέ με.
Εγώ πάντα σ’ αγάπαγα.
Ποτέ δε σ’ έχω βλάψει.
Κι αν έχω ένα φταίξιμο, είναι αυτό μονάχα:
Που πήγα και μαρτύρησα σ’ αυτόν το σχέδιό σας.
 Κι αυτό για να εκδικηθώ που δεν με αγαπάει.
Μετά τον ακολούθησα και βρέθηκα εδώ πέρα.
Μ’ αυτός, όλο μ’απόδιωχνε. Τι λέω! Μ’ απειλούσε!
Και τώρα, αν μ’ αφήσετε, ήσυχα εγώ θα φύγω.
 Θα πάω πίσω σπίτι μου να κρύψω τη ντροπή μου.
Αφήστε με ήσυχη λοιπόν. Κι εγώ θα σας αφήσω
και δε θα ενοχλήσω πιά, ούτε σένα ούτε κανέναν.

Ερμία.
Τότε γιατί είσαι ακόμα εδώ; Δεν σε κρατά κανένας.
Ελένη
Αλίμονο. Είναι μια καρδιά που αφήνω εδώ πέρα.


Ερμία.
Κι είναι η καρδιά του Λύσσανδρου.


Ελένη.
Μα όχι! Του Δημήτρη.

Λύσσανδρος.
Μην τον φοβάσαι Ελένη μου, και δε θα σε πειράξει.
Δεν θα το επιτρέψω εγώ.


Δημήτρης.
Βεβαίως να μη φοβάσαι.
Όχι γιατί ο Λύσσανδρος τάχα σε προστατεύει
αλλά γιατί είμαι εγώ εδώ.


Ελένη.
Αχ, γίνεται πολύ κακιά, άμα την καβαλήσει.
Έτσι ήταν πάντα. Καυγατζού, στριμμένη, πεισματάρα.
Παρ’ όλο που στο μάτι φαίνεται φίνα και ευγενής
σαν ντελικάτη ζωγραφιά.


Ερμία.
Πάλι με λέει ψεύτικη. Με βρίζει ολοένα.
Εσείς πως το επιτρέπετε; Άστε με να την πιάσω.

Λύσσανδρος.
Ποτέ, στριμμένη κρυόπλαστη!
 Να την αφήσεις ήσυχη.


Δημήτρης
Μωρέ, για κοίτα προθυμιά.
Τάχαμ’ για την Ελένη!
Που ούτε ποτέ του νοιάστηκε γι’ αυτήν.


Λύσσανδρος
Τώρα που αυτή δεν με κρατά, έλα να μετρηθούμε.
Για να σε δω; Το εννοείς; Η τρέμεις απ’ το φόβο;
Να δούμε ποιος κερδίζει
με το σπαθί του κι άξια, τα μάτια της Ελένης.
Ορίστε ακολούθα με.

Δημήτρης
Να σε ακολουθήσω; Εγώ, εσένανε; Ποτέ.
Θα πάμε πλάι με πλάι.
(βγαίνουν ο Δημήτρης και ο Λύσσανδρος).

 Ερμία
Για όλα τούτα, φταις εσύ. Είσαι ευχαριστημένη;
 Και τώρα για πού το έβαλες;

Ελένη
Να φύγω από κοντά σου.
Δε θέλω τους καυγάδες σου. Κι ούτε τη συντροφιά σου.
Κι αν είσαι συ επιδέξια στα χέρια και στη γλώσσα,
εγώ είμαι ικανότερη από σένα στην τρεχάλα. (βγαίνει)


Ερμία.
Τώρα αν πω ότι ξέρω γιατί όλος τούτος ο καυγάς,
 θα’ μαι μεγάλη ψεύτρα. (βγαίνει).


Ομπερόν.
Βλέπεις μικρέ ανόητε, τι μπέρδεμα έχεις κάνει;
Ακόμη δεν μπορώ κι εγώ με σιγουριά να ξέρω:
Τα κάνεις εξεπίτηδες, ή είναι κατά λάθος;

Πουκ
Στο λέω αλήθεια αφέντη μου, πως τούτο είναι λάθος.
Μπερδεύτηκα. Δεν το ’θελα.
Αν και θα ομολογήσω, μ’ αρέσει έτσι που έγινε.
Έχει μεγάλη πλάκα! Μα εσύ δεν μου πες, βασιλιά,
να βρω έναν Αθηναίο; Αυτό έκανα. Τον βρήκα.

Ομπερόν.
Ναι, αλλά τώρα ετούτοι ετοιμάζονται να σκοτωθούν.
Το πράγμα έχει αγριέψει και πρέπει να διορθωθεί.
Βιάσου! Το δάσος σκέπασε με καταχνιά και πούσι.
Σκοτείνιασε τον ουρανό να μη φωτίζει διόλου
ούτε το φεγγαρόφωτο ούτε των άστρων λάμψη.
Για να μη βλέπουνε αυτοί και συ να τους μπερδέψεις.
Κάνε πως είσαι ο Λύσσανδρος και βρίζε τον Δημήτρη.
Κι όταν σ’ ακολουθήσει αυτός να τον απομακρύνεις.
Μετά το ίδιο κόλπο, να κάνεις με το Λύσσανδρο.
Κι άμα χαθούν και κουραστούν μέσα στο μαύρο δάσος,
 στάξε από τούτο το χυμό
 στου Λύσσανδρου τα μάτια. Είναι αντίδοτο καλό που αμέσως διορθώνει τα μάγια του ερωλούλουδου.
Κι εγώ θα πάω να στάξω, αυτό το ίδιο αντίδοτο
στα μάτια της Τιτάνιας.
Αφού όμως πρώτα εκείνη
μου δώσει εμένα τ’ όμορφο
παιδί απ’ την Ινδία.

Πουκ
Καλά τα λέμε βασιλιά,
μα πρέπει να βιαστούμε.
 Γιατί η νύχτα προσπερνά
κι η μέρα καταφτάνει.

Ομπερόν.
Σωστά τα λες. Ξεκίνα.
Γιατί όλες τούτες οι δουλειές
πρέπει να έχουν γίνει,
προτού φωτίσει του ήλιου φως.


Πουκ
Από δω και από κει
δύση και ανατολή,
Όλα εγώ τ’ ανακατεύω,
 και τον κόσμο όλο μπερδεύω.
Κι από δω και από κεί
τρέχα Πουκ με προκοπή.
Και δουλειές μου και ζημιές μου
και λαχτάρες και χαρές μου.
Να τος ο ένας. Ξεκινάμε!
Το καθήκον μας τιμάμε!


Λύσσανδρος.
Που ‘σαι Δημήτρη; Μίλα ντε!

Πουκ
Εδώ, σε περιμένω! Μα που είσαι συ;
 Που κρύφτηκες;

Λύσσανδρος.
Έρχομαι εκεί. Είσαι έτοιμος για μάχη;

Πουκ
Στο χέρι μου είναι το σπαθί.
Τι λες μη σε φοβάμαι; (βγαίνουν).

Δημήτρης
Ε, φοβιτσιάρη, κρύφτηκες;
Που ’σαι και δε σε βλέπω;
Που χώθηκες και δε μιλάς;

Πουκ
Σιγά μη μας τρομάξεις.
Λες και με κοκορέματα κερδίζεται η μάχη.
Με λόγια καυχησιάρη μου,
κανένας δεν νικάει,
όταν δουλεύουν τα σπαθιά.
Ορίστε, μπρός, έλα κοντά,
να φας τις καρπαζιές σου.
Για σένα δεν αξίζει
να βάψω μ’αίμα το σπαθί.
Λίγες ξυλιές θ’ αρκέσουν
να ξεμπερδέψω εντελώς.

Δημήτρης
Α, επιτέλους, είσαι εκεί.

Πουκ
Εδώ, και σε φωνάζω.
Άντε να δούμε, αν κοτάς
κοντά να πλησιάσεις.
(βγαίνουν)

Λύσσανδρος
Όλο φωνάζει κι αλυχτά.
 Μα μόλις πλησιάζω,
 αυτός εξαφανίζεται!
Ο άθλιος είναι πιο ταχύς
στο τρέξιμο από μένα.
Και όλο απομακρύνεται.
Μα πώς να πολεμήσεις
με ένα φοβιτσιάρη,
που όλο φεύγει από κοντά;
Ας κάτσω εδώ πέρα,
να κοιμηθώ ως το πρωί.
 Και άμα φέξει η μέρα,
ελπίζω να τον βρω στο φως
να εκδικηθώ για όλα.
(κοιμάται)

Πουκ
Που είσαι δειλέ; Ακόμα;
Που ’σαι επιτέλους, άθλιε;

Δημήτρης
Θαρρείς πως δεν κατάλαβα
το κόλπο που μου κάνεις;
Με πολεμάς με τις βρισιές
μα τρέμεις το σπαθί μου.
Και όλο απομακρύνεσαι
σα φοβισμένη κότα.
Άντε παράτα με λοιπόν.
Θα κάτσω να ξαπλώσω
λιγάκι να ξεκουραστώ,
μέχρι να φέξει η μέρα.
(κοιμάται. Μπαίνει η Ελένη.)

 Ελένη.
Θεέ μου, τι νύχτα βαρετή. Δε θέλει να περάσει.
 Όμως εγώ λαχτάρησα την λαμπερή ημέρα,
 για να φωτίσει ο δρόμος μου, να φύγω από δω πέρα.
Και να γλυτώσω απ’ αυτό το φοβερό τοπίο
που τόσο με βασάνισε απ’ όταν πρωτοήρθα.
Ύπνε, έλα πάρε με εσύ για λίγο να γλυτώσω,
 απ’ όσα βασανίζουν τη σκέψη και το σώμα μου
 στην άθλια τούτη νύχτα.

Πουκ.
Ένας εδώ, και δυο εκεί
και τρίτος παραπέρα.
Μας λείπει όμως η τέταρτη.
Α., νάτη τη γαλέρα.
Με φουσκωμένα τα πανιά από θυμό και αντάρα,
και τις παντιέρες χαμηλά λυπητερά δεμένες.

Ερμία
Η δύναμη μου τέλειωσε.
Μόνο ο θυμός μου μένει.
Η λύπη μου και ο πόνος μου.
Μα ετούτα δεν αρκούνε
για να με βγάλουν γρήγορα
από αυτό το δάσος.
Ας κάτσω εδώ να κοιμηθώ.
Ο Θεός να μου φυλάει
το λατρευτό μου Λύσσανδρο.
Εάν μονομαχήσουν
να μη μου πάθει τίποτα.

Πουκ
(στάζει στα μάτια του Λύσσανδρου).
Γιατρικό γλυκό- πικρό
στα ματάκια τούτα δω
δώσε πίσω τη ματιά τους
να χαρούνε την κυρά τους.
Διωξ’ την τρέλα τη μεγάλη
από τούτο το κεφάλι.
Να ξυπνήσει όπως παλιά
με τα σύγκαλα  σωστά.


 Κι έτσι, τέλειωσε κι αυτό όπως λέει το γνωμικό.
Στον καθένα πέφτει  μία.
Παίρνει ο Γιάννος τη  Γιαννούλα,
στο καράβι έχει αναγούλα.
Στην τσουκάλα την κουτάλα
Κι όλα τέλος, μέλι —γάλα.


ΤΕΛΟΣ









































Πράξη 4
Σκηνή 1

Οι τέσσερις κοιμώνται. Μπαίνουν η Τιτάνια, ο Στημόνης, οι τέσσερις μικροί
και άλλα ξωτικά. Ο Όμπερον στο βάθος κρυμμένος.

Τιτάνια
Κάθισε αγάπη μου εδώ, στο λουλουδένιο στρώμα.
Να σου χαϊδέψω τρυφερά τ’ ωραίο μάγουλό σου
και τούτα τα μεγάλα, χαριτωμένα αυτιά.

Στημόνης
Ναι, ναι, μα κάτι χρειάζομαι. Πού είναι ο Μπιζελάνθης;
Μπιζελάνθης
Παρών εδώ, αφεντικό.
Στημόνης
Με τρώει το κεφάλι μου φίλε μου Μπιζελάνθη
Ξύσε με σε παρακαλώ, έτσι, απαλά, με χάρη.
Για έλα εδώ Αραχνούλα.

Αραχνούλα
Στις διαταγές σου αφέντη μου.

Στημόνης
Θέλω να πας στους θάμνους όπου τρυγούν οι μέλισσες,
τη γύρη από τα ανθάκια. Να βρεις που είν’ οι κυψέλες τους
Να κλέψεις λίγο μέλι. Και τώρα ο Σιναπόσπορος.

 Σιναπόσπορος
Πιστός εις το καθήκον. Τι θέλετε από μένανε;

Στημόνης
Βοήθησε στο ξύσιμο τον κύριο Μπιζελάνθη.

Σιναπόσπορος Μετά χαράς αφεντικό. Σ’ αυτό έχω ταλέντο.

Τιτάνια.
Αγάπη μου, θα ήθελες ν’ ακούσεις μουσική;
Ή προτιμάς πρώτα να φας κι έπειτα να γλεντήσεις;

Στημόνης.Χμ, να σου πω πολύ καλό και το’ να και το άλλο.
Πολύ καλή η μουσική, αλλά και για φαγάκι,
 δεν λέω όχι εγώ ποτέ.

Τιτάνια
Τι θες να φας; Διάταξε.

Στημόνης
Μπα, να, ένα μεζεδάκι, μονάχα για την όρεξη.
Φέρτε μου μια αγκαλιά σανό, ή έστω λίγη βρώμη.
Αν και ο πραγματικός μεζές είναι για μένα ο βίκος.

Τιτάνια
Εμπρός, τρεχάτε ξωτικά. Ακούσατε τι θέλει!
Κι ας τρέξει ένας από σας να βρει λίγα καρύδια.

Να φάει η αγάπη μου καρύδια με το μέλι.
που θα μας φέρει στο λεπτό η πονηρή Αραχνούλα.

 Στημόνης.
Μα όσο να γίνουν όλα αυτά και να στρωθεί τραπέζι,
 αφήστε με να κοιμηθώ που νύσταξα λιγάκι.

Τιτάνια.
Κοιμήσου στην αγκάλη μου, κι εγώ σε νανουρίζω.
Ζιζάνια, φύγετε από εδώ και κάνετε ησυχία.
(Φεύγουν τα ξωτικά).
Η Τιτάνια τραγουδάει ένα νανούρισμα.
Μπαίνει ο Ομπερόν κι ο Πουκ.

Ομπερόν
Καλώς τον βοηθό μου.          
Βλέπεις την όμορφη θεά;
Η ωραία και το τέρας.
Πετυχημένο πάντρεμα.
Σαν φάβα με κρεμμύδι!
Πριν από λίγη ώρα στο δάσος την αντάμωσα
που μάζευε λουλούδια για το στεφάνι που φορεί
στη γαϊδουροκεφάλα, του έρωτά της του κομψού.
Την ειρωνεύτηκα εγώ για το κατάντημά της
Κι αυτή με παρακάλαγε να μην την κοροϊδεύω.
Τότες λοιπόν, της ζήτησα τη χάρη να μου κάνει
και να μου δώσει το παιδί, κι αυτή δεν είπε όχι,
μιας κι έτσι θα ησύχαζε απ’τα πειράγματά μου.
Τώρα λοιπόν είναι ώρα,  να την ελευθερώσουμε
τη δύστυχη απ’ τα μάγια και τούτον τον κρεμανταλά
απ’ το μασκάρεμά  του.

 Πουκ
Παρόλο που χωρίς αυτό, καλύτερη δεν είναι ούτε η ζωή ούτε η φάτσα του.

Ομπερόν
(Στάζει χυμό στην Τιτάνια).

Όπως ήσουν να γενείς,
κι απ’ την τρέλα να σωθείς.
Το μπουμπούκι. που’ χει πάρει
απ’ την Άρτεμη τη χάρη,
το ερωλούλουδο νικά.
Ξύπνα γλυκιά, Τιτάνια, γλυκιά βασίλισσά μου!

Τιτάνια.
Καλέ μου! Τι ‘ταν τούτο το όνειρο το φοβερό
που έβλεπα τόση ώρα; Πως τάχατες αγάπησα
ένα τέρας σαν γαϊδούρι.

Ομπερόν.

Νάτος εδώ ο φίλος σου κοιμάται σαν πουλάκι!

Τιτάνια
Πώς έγινε κι αγάπησα, μια φρικαλέα μούρη;
Δεν θέλω ούτε να τον δω. Πάρ’ τον από δω πέρα.

Ομπερόν.
Ηρέμησε αγάπη μου, κι όλα θα διορθωθούνε.
Πουκάλλαξέ του τώρα πια το απέξω του κεφάλι.
Αν και θα ήθελε αλλαγή και κείνο που έχει μέσα.

Πουκ.
Ο βλάκας είναι βλάκας είτε μ’ ανθρώπου κεφαλή,





είτε με γαϊδουρίσια.

Ομπερόν.
Και τώρα ας παίξει μουσική, παντού να αντηχήσει.
Σε κάθε δάσος και βουνό, σ’ολόκληρη  τη φύση.
Πως πάλι ενωθήκανε οι δύο βασιλιάδες
των ξωτικών και των νυμφών,

 Όμπερον και Τιτάνια.

Δος μου λοιπόν το χέρι σου, να πάμε αγαπημένοι
να ευλογήσουμε μαζί τους γάμους του Θησέα.
Κι αφού εμείς ειρηνέψαμε, θ’ αναγαλλιάσει η πλάση.
Και κάθε ζωντανό της γης μαζί μας θα γιορτάσει.
Και τούτοι εδώ οι άνθρωποι να βρούνε ότι ζητούνε
στο φως αυτής της χαραυγής και να ξεμπερδευτούνε.

Πουκ.
Αφέντη ο κορυδαλλός που χαιρετά τη μέρα! Ξημέρωσε!

Ομπερόν

Πάμε Τιτάνια, από δω. Τώρα είναι όλα εντάξει.
Εμείς θ’ ακολουθήσουμε τους ίσκιους στο  φευγιό τους.
Κι αυτοί μόλις ξυπνήσουνε θα δούνε πια το φως τους!

Τιτάνια.

Πάμε. εγώ σ’ ακολουθώ, μα να μου εξηγήσεις,
Πώς έγινε απόψε τέτοιο περίεργο θαύμα και βρέθηκα η νύμφη εγώ
 με τους θνητούς αντάμα σ’ ένα λουλουδοκρέβατο με έναν γαϊδαρο-άντρα.
(Φεύγουν-ακούγονται βούκινα).











(Μπαίνει ο Θησέας με την συνοδεία του).

Θησέας.

Ας τρέξει κάποιος να φωνάξει το δασάρχη. Το μέρος είναι εδώ καλό
 και είναι πια η ώρα ν’ αρχίσει το κυνήγι μας.
Έλα από δω  Ιππολύτη. Να ανεβούμε στην κορφή, να βλέπουμε όλα γύρω.
Τους κυνηγούς και τα σκυλιά τα καλογυμνασμένα που κυνηγούν το θήραμα.

Ιππολύτη

Σ’ ακολουθώ μετά χαράς. Βιάζομαι να αφουγκραστώ
τους ήχους απ’ το δάσος και την ηχώ απ’ τις πλαγιές
στο φέγγισμα της μέρας και στη δροσιά της χαραυγής.
Έτσι μεγάλωσα κι εγώ, στους λόγγους και στα δάση
και στις ομίχλες των βουνών είμαι συνηθισμένη
να προϋπαντώ τον φωτεινό κι αστραποβόλο ήλιο.

Θησέας.

Πάμε λοιπόν. Έλα από δω. Μα στάσου! Τι ‘ναι ετούτο;

Αιγέας.

Ετούτη είναι η κόρη μου, κι εκείνος ο Δημήτρης.
Μα να κι ο Λύσσανδρος εκεί και η Λενιώ του Νέδρου.
Πώς βρέθηκαν όλοι εδώ; Τι κάνουν όλοι αντάμα;
Πότε έφυγε απ’ το σπίτι μας η ατίθασή μου κόρη
κι εγώ δεν ξέρω τίποτα; Δεν το καταλαβαίνω.

Θησέας.

Θα έμαθαν τα σχέδια που είχαμε για κυνήγι, κι ήρθαν εδώ από νωρίς να βρουν τη συντροφιά μας.
 Και ίσως περιμένοντας τους ξαναπήρε ο ύπνος. Μα σήμερα δεν είναι, που η κόρη σου
 πρέπει να πει τι τελικά αποφάσισε να κάνει με τον γάμο;

Αιγέας.

Ναι βασιλιά μου σήμερα. Γι’ αυτό και με εκπλήσσει διπλά
που έτσι βρίσκονται όλοι τους στον ύπνο μονιασμένοι.

Θησέας

Τώρα λοιπόν θα μάθουμε όλες τις απαντήσεις, σ’ όλες τις απορίες μας.
 Να ηχήσουνε τα βούκινα, και όλοι να ξυπνήσουν.
(Ακούγονται τα βούκινα).
Καλημερούδια κύριοι. Αλλά, απ’ όσο ξέρω, τ Άη —Βαλεντίνου η γιορτή που οι νέοι ξεφαντώνουν,
έχει περάσει από καιρό. Εσείς βρήκατε τώρα, τη μέρα την κατάλληλη να κάνετε ζευγάρια;

Λύσσανδρος.

Συγγνώμη, βασιλιά μου.
(Γονατίζουν όλοι μπροστά στον Θησέα).
.
Θησέας

Σηκωθείτε. Ξέρω καλά πως σεις σι δυο είσαστε κακιωμένοι,
γιατί είσαστε ανταγωνιστές για αγάπη της Ερμίας.
Πως βρίσκεστε λοιπόν αυτού, όλοι μαζί κι αντάμα
σαν περιστέρια που ήρεμα κουρνιάζουν πλάι- πλάι;

Λύσσανδρος.

Θα σ’ απαντήσω βασιλιά, με όλη την καρδιά μου, Μα όχι μ’ όλο το μυαλό,
 γιατί είναι σαστισμένο. Δεν καλοξέρω ούτε γω, γιατί είμαι μπερδεμένος.
Τι  ακριβώς είναι όνειρο, και τι είναι αλήθεια. Αλλά, θαρρώ, θυμάμαι,
πως χτες το βράδυ ήρθαμε εδώ εγώ και η Ερμία, για να γλυτώσει η αγάπη μας
 απ’ τον σκληρό τον νόμο.

Αιγέας.
Πολύ ωραία. Φτάνει. Τ’ άκουσες όλα βασιλιά. Αυτός είναι ένας κλέφτης,
που έκλεψε την κόρη μου. Παρακαλώ, αμέσως, σκληρή να πέσει πάνω του
η δίκαιη τιμωρία. Έκλεψε από μένα, την πατρική εξουσία μου
 και από σε Δημήτρη, την μέλλουσα γυναίκα σου.

Δημήτρης

 Θησέα, η Ελένη, μου είπε πως θα έφευγαν οι δυο απ’ την Αθήνα.
Κι εγώ απελπισμένος τους ακολούθησα ως εδώ.
 Το ίδιο κι η Ελένη που ερχόταν πίσω από με.
Αλλ’ όμως, δεν γνωρίζω πώς τη νύχτα, εδώ στο δάσος, κάτι έγινε και ξαφνικά
 έλιωσε αυτός ο πόθος για την Ερμία
που αντάριαζε ως χτες την θέλησή μου.

Και τώρα θέλω μοναχά την όμορφη Ελένη.
Που αγαπούσα από παλιά, προτού δω την Ερμία
και μπερδευτούν οι φρένες μου
και τα αισθήματά μου.

Θησέας

Άρα λοιπόν ταιριάσανε μονάχα τα ζευγάρια.
 Και περισσεύει η γνώμη μας και η βουλή του νόμου.
 Αιγέα μου λυπάμαι, μα η θέλησή σου τώρα
είναι εντελώς αταίριαστη και θα την αγνοήσω.
 Σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός..., εγώ θα ευλογήσω
 τους γάμους τους. Και μάλιστα θα ορίσω μαζί με μας
να παντρευτούν ετούτη την ημέρα,
για να’ ναι οι χαρές μας ακόμα πλουσιότερες.

Μόνο που όπως βλέπω, με όλα τούτα πέρασε η ώρα
για κυνήγι. Ας μένει αυτό για άλλη φορά.
Πάμε όλοι στην Αθήνα. Πρέπει να ετοιμάσουμε την όμορφη γιορτή μας,
να ‘ναι όλα τέλεια κι όλοι να ξεφαντώσουν.
(Βγαίνει ο Θησέας ‚ με τους δικούς του).

Λϋσσανδρος

Τι ακριβώς, συνέβη; Εσείς το καταλάβατε;

Δημήτρης
Είναι κάπως μπερδεμένα. Δεν ξεχωρίζεις εύκολα
τα όνειρα απ’ την αλήθεια. Κάπως σαν να ζαλίζομαι.

Ερμία.

Εμένανε  μου φαίνεται σαν να κοιτάω χωριστά από το κάθε μάτι,
 και να μου φαίνονται διπλά όλα όσα συμβαίνουν.
 Τι είναι χαρά, τι είναι καημός, τι θέλω τι δε θέλω,
Τι.να πιστέψω για σωστό και τι για κοροϊδία.
 Ποιο είναι τέλος και ποια αρχή; Όλα μαζί κι αντάμα.

Ελένη
Εμένα πάλι απίστευτο μου φαίνεται ο Δημήτρης
να πει πως τώρα μ’ αγαπά. Πάνω που είχα χάσει
κάθε ελπίδα να δεχτεί. Είναι δικός μου, ή όχι;

Δημήτρης

Είμαστε σίγουροι εντελώς πως έχουμε ξυπνήσει;
Ή μήπως είναι όνειρο που βλέπουμε παρέα;

Λύσσανδρος.

Μα όλοι μας δεν είδαμε εδώ πέρα τον Θησέα;

Ελένη

Ναι και την Ιππολύτη.

Ερμία

Και ήταν κι ο πατέρας μου.

Δημήτρης.

Και ο Θησέας είπε να μας παντρέψει σήμερα που είναι ο δικός του γάμος.

Λύσσανδρος

Πάμε τότε. Και όπως θα πηγαίνουμε,
ας πούμε τα όνειρά μας —που φαίνεται να μοιάζουνε
κάμποσο μεταξύ τους, σαν να τα είδαμε μαζί.
(Φεύγουν. Ξυπνά ο Στημόνης).

Στημόνης

Όταν έρθει η σειρά μου, φώναξέ με να πω το ρόλο μου.
Αρχίζω με τα λόγια ‘πανέμορφέ μου Πύραμε’.
 Έιέι., ΜαστροΚυδώνηΡοκάνη, φίλε γανωτή!
Πού είστε; Έλα Θεέ μου. Το σκάσανε και μ’άφησαν εδώ χάμω κοιμισμένο
Μα είδα ένα όνειρο, απίστευτο στ’ αλήθεια.
Ένα όνειρο-μπορεί κανείς να χάσει το μυαλό του αν πει τι όνειρο ήταν αυτό.
Τάχα πως ήμουνα.... - Πώς να το πεις τι ήμουνα,- Και πως είχα..
Μα είναι τρελός όποιος πει τι μου φάνηκε πως είχα..
Μάτι ανθρώπου δεν άκουσε, αφτί ανθρώπου δεν είδε, και γλώσσα
 δε μπορεί να το γευτεί το όνειρο που είδα. Θα πω του μαστρόΚυδώνη
 να γράψει  μια μπαλάντα για αυτό το όνειρο.
 Θα λέγεται ‘το όνειρο του Στημόνη’, γιατί δεν έχει ούτε υφάδι ούτε στημόνι.
 Και θα το τραγουδήσω στο τέλος της παράστασης, μπροστά στο βασιλιά μας.
Μάλιστα, για να κάνει μεγαλύτερη εντύπωση, θα το τραγουδήσω αφού πεθάνω.
Μετά θάνατον δόξα!


Πράξη 4
Σκηνή 2


Κυδώνης

Ειδοποιήσατε κανείς το σπίτι του Κυδώνη;
Δεν γύρισε ακόμα;

Βελόνης

Κανείς δεν ξέρει τίποτα.

Ροκάνης

Τον έχουν απαγάγει!

Καζάνης

Αν δεν έρθει, πάει, χάθηκε η παράσταση.
Κυδώνη, έτσι δεν είναι;.

Κυδώνης.

Μα βέβαια. Που θα βρεθεί άλλος τέτοιος για να ερμηνεύσει Πύραμο.
 Δεν έχει άλλο ηθοποιό σε όλη την Αθήνα, που να ‘χει το ταλέντο του.

Φυσούνης

Ούτε την ομορφιά του και την γλυκιά του τη φωνή.

Ροκάνης

Ούτε την εξυπνάδα του.

Βελόνης.

Ακούστε εδώ μαστόροι. Του ρήγα ο γάμος έγινε.
Παντρεύτηκαν μαζί του και κάτι άλλοι άρχοντες.
Κι έτσι θα γίνει γλέντι ακόμη μεγαλύτερο.


Ροκάνης.

Θα κάναμε την τύχη μας αν είχαμε πετύχει να πάει μπροστά η παράσταση.

Καζάνης.

Αχού, μαστροΣτημόνη. Να’ ξερες τι μας έκανες.
Θα ‘παιρνες μεροκάματο τουλάχιστον πεντέξι καλά χαρτονομίσματα.
Τέτοια χρυσή ευκαιρία, πού θα την ξαναβρείς  κι εσύ κι εμείς σι πεινασμένοι;
Όχι πως δεν θα τ’ άξιζες, με τέτοια μαστοριά που έπαιζες τον Πύραμο.
Μα τώρα πάνε όλα.
(Μπαίνει ο Στημόνης).

Στημόνης

Καλή σας μέρα μάστοροιΝάμαι κι εγώ που ήρθα.

Κυδώνης
ΜάστροΣτημόνη! Δόξα συ ο Θεός κι οι άγιοι όλοι!
 Τι ευτυχία είναι αυτή! Άντε να σε χαρούμε!

Στημόνης

Μαστόροι  έχω να σας πω , τρομερές ιστορίες. Αλλά, μη με ρωτάτε.
Γιατί αν σας πω θα ‘μαι τρελός.
Θα σας τα πω με ακρίβεια να χάσετε το νου σας.

Κυδώνης

Λέγε Στημόνη. Ακούμε.

Στημόνης

Αποκλείεται.
Εκείνο που έχω να σας πω είναι ότι ο ρήγας
τελείωσε το γιορτινό μεγάλο φαγοπότι
και τώρα αρχίζει η γιορτή. Λοιπόν ετοιμαστείτε.
Μαζέψτε τα εργαλεία σας, φορέστε τα καλά σας,
και πάμε όλοι γρήγορα στου ρήγα το παλάτι.
 Γιατί, σας λέω το έργο μας, εγκρίθηκε για απόψε.
Και πάμε να το παίξουμε να μας θαυμάσουν όλοι.
Και για καλό και για κακό εσύ  ΦυσούνηΘίσβη
φόρα καινούργια ασπρόρουχα., να μη ρεζιλευτούμε.
Και όλοι σας μη φάτε σκόρδο ή κρεμμύδι ή τυρί.
Πρέπει η παράστασή μας να έχει άρωμα γλυκό,
καθώς θα είναι κι η ίδια. Δε θέλω λόγια.
Πάμε, μπρος! Γρήγορα στη δουλειά μας.
Άϊντε, μαρς. Φευγάτε από δω πέρα!


Πράξη 5


Ιππολύτη.
Θησέα, είναι παράξενα όλα αυτά που λένε
οι ερωτευμένοι φίλοι μας.









Θησέας

Τόσο παράξενα που εγώ δεν τα πιστεύω διόλου.
 Είναι σι ιστορίες που βγάζουν και πιστεύουνε οι ερωτοχτυπημένοι,
 σι ποιητές και οι τρελοί. Μα όχι οι βασιλιάδες .
Έτσι είναι η φαντασία, που ομορφαίνει τη ζωή. Ότι χαρά ή λύπη νιώσει
 ο τρελός κι ο ποιητής, της δίνει σχήμα και όγκο.
Και φτιάχνει από το τίποτα έναν καινούργιο κόσμο,
 πιο ζωντανό και όμορφο απ’ τον πραγματικό.




Ιππολύτη
Μα έτσι που τα λένε, δε μοιάζουνε φανταστικά.
Λένε όλοι τους το ίδιο. Πως γίνεται λοιπόν αυτό;
Την ίδια φαντασία  φαντάστηκαν κι οι τέσσερις;









Θησέας

Μα να οι ερωτευμένοι μας. Καλώς τα περιστέρια
 που η ευτυχία τους λάμπει. Πάντα ευτυχισμένοι!

Λύσσανδρος

Και πιο πολύ εσένα, ρήγα σοφέ και δυνατέ, να συνοδεύει η χαρά, ή υγεία κι η ευτυχία.

Θησέας

Ελάτε τώρα, πρέπει να ξεκινήσουν οι χοροί και οι διασκεδάσεις. Φωνάξτε τον Φιλόστρατο.

Φιλόστρατος
Εδώ είμαι βασιλιά μου.

Θησέας.
Λέγε λοιπόν. Τι ετοίμασες για το μεγάλο βράδυ;
Φιλόστρατος.
Έχω ένα κατάλογο με διάφορες προτάσεις.
Δες τον εσύ και διάλεξε τι θα ’θελες ν’ακούσεις.

Θησέας

Πρώτο εδώ διαβάζω: « Ο θηριώδης  πόλεμος
 με τους γενναίους κενταύρους». Όχι αυτό γι’ απόψε.
 Όχι πολέμους και σφαγές. Ας δούμε παρακάτω:
«Οι Μούσες που μοιρολογούσαν τη φίλη τους τη Γνώση
που τελευταία την πέθαναν οι εκτελεστές της τέχνης».
Αυτό είναι κουλτουριάρικο. Δεν κάνει για έναν γάμο.
Γιατί η σκέψη η πολλή κάθε χαρά σκοτώνει.
Μόλο που έχει δίκιο, εκείνος που το έγραψε.
Και πάμε στο επόμενο: «μεγάλη σύντομη σκηνή
για τον θαυμάσιο θάνατο του ηρωικού Πριάμου».
Πολύ διασκεδαστικό και πονεμένο δράμα.
Μάλιστα. Αυτό μου φαίνεται ότι τα έχει όλα.
 Και θάνατο θαυμάσιο και σύντομο μεγάλο και κωμωδία τραγική.
Μοιάζει με κρύα ζέστη και άκρη δίχως τελειωμό.
Τι είναι αυτό Φιλόστρατε;

Φιλόστρατος.Είναι ένα δράμα βασιλιά.
 Εγώ δεν έχω ξαναδεί πιο σύντομο από τούτο.
Που όλη του η υπόθεση χωρά σε δέκα λόγια.
 Αλλά, τα δέκα λόγια, αυτοί τα ξαναλένε,
μπερδεύοντάς τα συνεχώς, τα ίδια και τα ίδια
κι έτσι, ενώ είναι μικρό, γίνεται και μεγάλο,
που πια βαριέσαι να ακούς τις ίδιες κουταμάρες.
 Και είναι τραγικότατο γιατί κανείς δεν ξέρει
αν πρέπει να γελά μ’ αυτό ή θα ‘πρεπε να κλαίει.
Σου λέω πως άμα το είδα, τα μάτια μου δάκρυσαν
 που πέθανε ο Πύραμος, απ’ τα πολλά τα γέλια.
Στ’ αλήθεια τέτοιος θάνατος δεν έχει ξαναγίνει.

Θησέας.

Ποιοι το ‘χουν φτιάξει, το έργο αυτό;

Φιλόστρατος.

Μια ομάδα από αμόρφωτους τεχνίτες, που δεν έχουν
 καμιά παιδεία στο θέατρο. Και τώρα προσπάθησαν με χίλιες δυσκολίες,
να μάθουνε τους ρόλους τους, για να προσθέσουν στη γιορτή
συγκίνηση και χρώμα.

Θησέας

Ας το ακούσουμε λοιπόν.

Φιλόστρατος

Μα όχι, βασιλιά μου. Δεν είναι αυτό για σένανε. Είναι σκέτη κουταμάρα.

Θησέας.

Θα το ακούσω όμως εγώ. Γιατί ποτέ δεν είναι για πέταμα
η προσπάθεια να κάνει κάποιος τέχνη.
Κι ακόμα περισσότερο, από απλούς ανθρώπους,
που θέλουν να τιμήσουν με όποιο τρόπο ξέρουν
του βασιλιά τους την γιορτή. Πήγαινε να τους φέρεις.
(Φεύγει ο Φιλόστρατος).

Ιππολύτη
Εμένα δεν μου αρέσει, να βλέπω τους ανθρώπους
 εκτός από τη φτώχια τους να γίνονται γελοίοι
με το κακό το γούστο τους και την αμορφωσιά τους.

Θησέας

Μα όχι αγαπητή μου. Τίποτα τέτοιο δεν θα δεις.

Ιππολύτη

Μα λέει πως δεν αξίζει καθόλου αυτό που παίζουνε.

Θησέας.

Ε τότε, θα ‘χει αξία η διάθεση του βασιλιά
 να δώσει σημασία σε μια άτυχη προσπάθεια.
Και θα βαλθούμε όλοι μαζί να βρούμε κάποιο νόημα σε μιαν ανοησία.
 Που όμως, ποτέ δεν είναι ανοησία σκέτη, αυτό που μ’ όλη την καρδιά
 κάποιος θα σου προσφέρει. Συχνότερα η κακογουστιά,
η υπερβολή και η πλήξη ευδοκιμούν στα μέρη
που λείπει ο αυθορμητισμός και η σιγουριά κομπάζει.

Φιλόστρατος (Ξαναμπαίνει).

Ρήγα, αν θέλει η χάρη σου, το δράμα θα αρχίσει.

Θησέας.

Είμαστε έτοιμοι. Μπορούν να ξεκινήσουν.
(μπαίνει ο πρόλογος).

Κυδώνης
Αν ενοχλούμε, θέλουμε με όλη την καρδιά μας
να σας ευχαριστήσουμε γι’ αυτό είμαστε εδώ πέρα
 γιατί σας αγαπούμε και για να διασκεδάσετε μ’ αυτά που θα σας πούμε
 και δε θα μετανοιώσετε  ν’ακούσετε ένα δράμα που έγινε στις μέρες μας
 κι εγώ δεν ξέρω πότε μα ήτανε αλλόκοτο καθώς το παίξιμό μας το παριστάνει ακριβώς άγριο και μπλεγμένο, αλλά πολύ πρωτότυπο καθώς είναι γραμμένο.
 Έτσι και σεις θ’ ακούσετε με την υπομονή σας όλα όσα δεν ξέρετε
 για την υπόθεσή σας που μπρος σας ξετυλίγεται.

Θησέας.

Αυτός ο φίλος, δεν βάζει τελείες πουθενά.

Λύσσανδρος.Είναι για να πηγαίνει πιο γρήγορα στον προορισμό
που έχει στο μυαλό του.

Ιππολύτη.

Έπαιξε το ρόλο του, σαν ένα παιδάκι την καραμούζα του.
Βγήκε ήχος, αλλά ακυβέρνητος, χωρίς σειρά και νόημα.

(μπαίνουν οι: ΠύραμοςΘίσβη, Τοίχος, Φεγγαράδα, Λιοντάρι).

Πρόλογος.

Αν όλα αυτά που βλέπετε σας κάνουν ν’ απορείτε,
αμέσως με τα λόγια μου εξήγηση θα βρείτε.
 Ετούτος είναι ο Πύραμος, ο νέος π’ αγαπάει τη Θίσβη,
που ο λιόνταρος αυτός θα τηνε φάει.
 Όμως, προτού να γίνει αυτό, οι δυό τους συναντιόνται
 μπροστά απ’ τον τοίχο τούτον που βλέπετε εδώ πέρα,
 ενώ το φεγγαρόφωτο κρατώντας το φανάρι
φωτίζει την αγάπη τους με όλη του τη χάρη.
 Και τώρα που σας τα ‘πα,
 θα συνεχίσουν με χαρά αυτοί οι ηθοποιοί μας
να πουν και τα υπόλοιπα και να φχαριστηθείτε
 με όλα όσα σύντομα σα ζωντανά θα δείτε,
ώσπου ο χάρος ο σκληρός με τη μεγάλη χάρη θα ξεχυθεί εδώ μπροστά
 και όλα θα τα πάρει.
(φεύγουν όλοι εκτός του Τοίχου)   

Θησέας.

Είμαι περίεργος αν θα μιλάει το λιοντάρι.

Δημήτρης.

Δεν θα’ναι παράξενο ρήγα μου.
Τόσοι γάϊδαροι μιλάνε, γιατί να μη μιλήσει κι ένα λιοντάρι;

Τοίχος

Σ’ αυτό το έργο το ‘θελε η μοίρα να με κάνει να παίξω το ντουβάρι εγώ,
 που όλοι με λεν Καζάνη. Και είμαι ντουβάρι αψηλό που όπως δεν σας είπα,
εδώ στη μέση ξαφνικά, έχει μια τέτοια τρύπα.
 Μες απ’ αυτήν ο Πύραμος στη Θίσβη του μιλάει.
Ο ασβέστης που ‘χω πάνω μου, οι πέτρες κι ο σοβάς
 δείχνουνε με ακρίβεια, πίστη και σημασία
 πως είμαι ένα ντουβάρι χωρίς αμφιβολία.

Θησέας

Μπορεί κανείς να ζητήσει από ένα ντουβάρι να μιλήσει καλύτερα;

Δημήτρης

Παρόλα αυτά, είναι ο εξυπνότερος τοίχος που είδα ποτέ μου ρήγα μου.


Ελένη


 Έχει γνώθι σ’ αυτόν.

Θησέας.

Προσοχή. Ο Πύραμος πλησιάζει στον τοίχο.
Εδώ έχει αγωνία.

Πύραμος

Ω νύχτα κατσουφιάρα εσύ, νύχτα με μαύρο χρώμα.
Νύχτα που είσαι σκοτεινή, γιατί δεν είσαι μέρα.
Τρέμω μη ξέχασε να ‘ρθει η Θίσβη μου εδώ πέρα!
Κι ω, τοίχε συ που στέκεσαι, καλέ, γλυκέ μου τοίχε,
άσε να δω από την τρύπα σου, αν ήρθε, ή ακόμα
αργεί να φτάσει η Θίσβη μου η πολυαγαπημένη.

(ο τοίχος σηκώνει τα δάχτυλα).

Τοίχε ευγενή, σ’ ευχαριστώ, για τη μεγάλη χάρη,
Που όποιος σε βλάψει, από με εκδίκηση θα πάρει.
Αλλά τι βλέπω; Θίσβη εδώ, δε βλέπω εγώ καμιά.
Ανάθεμά τις πέτρες σου γι αυτή την κοροϊδία..

Ιππολύτη

Κανονικά, ο τοίχος, αφού έχει το χάρισμα της ομιλίας,
θα ‘πρεπε να καταραστεί κι αυτός.

Πύραμος

Όχι κυρία μου, δεν πρέπει. Το «αυτή την κοροϊδία»,
 είναι η ατάκα για να ‘ρθει στο ρόλο της η Θίσβη.
Αν μιλήσει ο τοίχος χαθήκαμε.
Θα γίνει μεγάλο μπέρδεμα. Ενώ τώρα θα ταιριάξει
 ακριβώς καθώς σας το είπα. Νάτο!

Θίσβη.
Ω τοίχε!Εσύ που άκουσες τον πόνο μου να κλαίω!
Και που συχνά τις πέτρες σου φιλώ και ξεθυμαίνω
για την πιστή αγάπη μου, που είναι σφιχτοδεμένη
κι ακούνητη όπως κι εσύ.

Πύραμος

Ακούω φωνή; Ή μ’ απατούν τα μάτια του μυαλού μου; Θίσβη!

Θίσβη

Πύραμε, αγάπη μου ; Είσαι εδώ, κι ακούω τη φωνή σου;
Ή εγώ νομίζω πως θα δω σε λίγο τη μορφή σου;

Πύραμος

Ότι κι αν θέλεις νόμιζε, εγώ είμαι εδώ για σένα.
 Πιστός εις την αγάπη μας όπως στην γη ο ήλιος..

Θίσβη

Μόνο που εκείνοι βλέπονται κάθε ώρα μεταξύ τους.
Ενώ εμάς η αγάπη μας ,τυφλή είναι και μουρτζούφλα..

Πύραμος.

Ω!, φίλησε με  Θίσβη μου, από τη χαραμάδα!

Θίσβη.

Θα πάει τσάμπα το φιλί, στου τοίχου τη σχισμάδα!

Πύραμος

Θα’ ρθεις σε λίγο να με βρεις στου Σπύρου το μνημούρι;

Θίσβη
Θα’ ρθω. Επιτέλους να σταθώ κοντά σου μούρη —μούρη!

Τοίχος

Έτσι το ρόλο που είχα εγώ ο τοίχος για να παίξω,
τον έπαιξα και τώρα πια, φεύγω και πάω έξω.
(Βγαίνει).

Θησέας
Τώρα λοιπόν ο τοίχος που χώριζε τους γείτονες
γκρεμίστηκε και πάει. Άρα δεν έχουν πρόβλημα.

Λύσσανδρος

Πολύ σωστό και δίκαιο το γκρέμισμα του τοίχου.
Γιατί εκτός που πάντα οι τοίχοι είχανε αυτιά,
 αν βγάζανε και γλώσσα, γίνονται ενοχλητικοί.
Ιππολύτη

Πάντως εγώ βαρέθηκα ν’ ακούω σαχλαμάρες.

Θησέας.

Υπομονή Ιππολύτη.
Να, τώρα μπαίνουν στη σκηνή δύο καινούργια ζώα.
Το ένα μοιάζει με άνθρωπο και τ’ άλλο με λιοντάρι.

Λιοντάρι

Κυρίες μου, που ο ίσκιος σας, σας κάνει να φοβάστε,
και που σας πιάνει τρέμουλο αν δείτε ποντικάκι,
να ξέρετε ότι εγώ που κάνω το λιοντάρι,
αν σας φοβίσω διόλου ο διάολος να με πάρει.
Εγώ ήρθα εδώ, όλος καρδιά, να σας ευχαριστήσω.
Για σας και το χατίρι σας άγρια θα μουγκρίσω.
 Αλλά αυτό το μουγκρητό να μην το φοβηθείτε.
Γιατί κάτω απ’ τη χαίτη αυτή -μπορείτε να το δείτε -
 δεν κρύβεται αληθινό λιοντάρι που σκοτώνει,
μα του Ροκάνη η φωνή που έπιπλα σκαρώνει.

Θησέας.

Πολύ ευγενικό ζώο και ευσυνείδητο.

Δημήτρης

Όσο ζω, ζώο με τέτοια καλοσύνη δεν ξανάδα, ρήγα μου.

Φεγγαράδα

Ετούτο το φανάρι, να ξέρετε πως παριστά το ολόγιομο φεγγάρι.

Θησέας

Φεγγάρι ναι, αλλά όχι ολόγιομο.
Αν κρίνω απ ‘τη λάμψη του μυαλού του είναι μάλλον στη χάση.

Φεγγάρι

Και θέλω τώρα να σας πω τι ρόλο έχω να παίξω.

Ιππολύτη.

Τέτοιο φεγγάρι ηλίθιο, εγώ, πώς να τα’ αντέξω;

Λύσσανδρος
Λέγε φεγγάρι γρήγορα, να πάμε παρακάτω.


Φεγγάρι.

Εγώ που βρέθηκα εδώ είναι για να φωτίσω
και τη κρυφή συνάντηση στη νύχτα να σας δείξω.

Θησέας.

Καταλάβαμε.

Θίσβη.

Του γέρο —Σπύρου ο τάφος να. Βρίσκεται εδώ πέρα.
Αλλά που είν’ η αγάπη μου, που είναι ο Πύραμός μου;

Λιοντάρι.

Ου,ου,
(Το λιοντάρι πιάνει την μπόλια της Θίσβης που φεύγει τρέχοντας. Οι θεατές
χειροκροτούν.)

Λύσσανδρος.
Αυτό είχε πολύ δράση.
Δημήτρης

Μπράβο λιοντάρι. Εξαιρετικό μούγκρισμα.

Θησέας

Μπράβο Θίσβη. Έφυγες με μεγάλη φόρα.

Ιππολύτη

Μπράβο φεγγάρι. Πραγματικά, το φεγγάρι φέγγει με πολύ χάρη.
Έχει δημιουργήσει ατμόσφαιρα.
(το λιοντάρι σκίζει τη μπόλια της Θίσβης).

Θησέας.

Καλά το έσκισες λιοντάρι.

Λύσσανδρος

Και τότε το λιοντάρι έγινε άφαντο.

Δημήτρης
Και τότε ήρθε ο Πύραμος.

Πύραμος

Γλυκό φεγγάρι, σαν το φανάρι, φώτισε μπρος μου να δω το φως μου.
Θίσβη μου ωραία, ψυχή γενναία,
Πρόβαλλε μπρος μου, άρωμα δυόσμου!
Μα εδώ τι βλέπω;
Ποιόν εφιάλτη;
Το ρούχο της Θίσβης,
Κομμάτι- κομμάτι.
Τι βλέπετε μάτια,
σ’ αυτά τα κομμάτια;
Η Θίσβη μου εχάθη,
η μοίρα μου εστάθη
σκληρή μοχθηρή.
Κακό ριζικό μου
που βρέθηκες μπρος μου.
Μου πήρες απόψε
του ήλιου το φως μου.
Θισβούλα γλυκειά μου,
καημέ και χαρά μου.


Θησέας.

Κι όμως αυτή η λύπη για το θάνατο ενός αγαπημένου,
 σαν να’χει  κάτι αληθινό, που συγκινεί..

Ιππολύτη.

Το ξέρω πως είναι κουτό, αλλά λυπάμαι τον άνθρωπο.

Πύραμος
Αχ! Φύση κακή, του ονείρου σφαγή.
Πως τώρα ν’ αντέξω με δάκρυα να βρέξω αυτό το πανί;
 Δε θέλω να ζήσω. Τον Κόσμο θ’ αφήσω που πια έχει αδειάσει,
αφού έχει αρπάξει η τύχη από μένα δυο μάτια θλιμμένα.

Έβγα σπαθί! Και χώσου εκεί
Που μια καρδιά βαθιά πονά.
Πεθαίνω πια .Κόσμε έχε γεια. Τώρα νεκρό
 πάει το κορμί μου στον ουρανό.
Πετά η ψυχή μου. Στόμα μου σβήσε!
Φεγγάρι κλείσε!

Φεγγαράδα.

Τώρα φεύγω κι εγώ..

Ιππολύτη.

Πώς γίνεται να φεύγει η φεγγαράδα, προτού γυρίσει η Θίσβη;

Δημήτρης.

Δεν μπορεί να παρακούσει την τελευταία διαταγή του νεκρού.

Θησέας

Άλλωστε η Θίσβη μπορεί να βλέπει και με την αστροφεγγιά.

Λύσσανδρος.

Κι όσο για μας, όσο λιγότερο βλέπουμε, τόσο καλύτερα. Μα να την έρχεται η Θίσβη.


Δημήτρης

Και αρχίζει τον θρήνο της. Δηλαδή:

Θίσβη

Κοιμάσαι ζωή μου;
Νεκρός πουλί μου;
Πύραμε, εμπρός,
μίλα μου. Πώς;
Νεκρός; Νεκρός;
Θα φάει το χώμα
τ’ ωραίο σας χρώμα
χείλια κρινένια,
σαν κερασένια,
και μαγουλάκια σαν κερασάκια;
Πάνε όλα πια .
Κλάψτε παιδιά!
Πράσινα μάτια
σαν πράσου κομμάτια,
σβήσατε πια
σαν κρύα φωτιά.
Και τώρα εγώ μόνη,
σαν μια ανεμώνη
στη λύσσα του αέρα.
Σπαθί, κάνε πέρα.
Στην άδεια καρδιά
σκληρή μαχαιριά,
γεμίζει με αίμα
Ττης νύχτας το ψέμα. (μαχαιρώνεται).

Κόσμε έχε γεια,
η Θίσβη εδωνά, εντελώς ξεψυχά.

Θησέας.

Η φεγγαράδα και το λιοντάρι πρέπει να γυρίσουν να θάψουν τους νεκρούς.

Δημήτρης.

Μπορεί να βοηθήσει και ο τοίχος.


Στημόνης.

Όχι, αποκλείεται. Ο τοίχος που χώριζε τους πατεράδες τους έπεσε για πάντα.
Δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα απ’ αυτόν.
Και τώρα, θα ’χετε την ευχαρίστηση να δείτε τον επίλογο,
ή προτιμάτε να σας χορέψουμε ένα χωριάτικο χορό;

Θησέας

Όχι επίλογο, παρακαλώ πολύ.
Το δράμα σας δεν χρειάζεται άλλη εξήγηση.
Γιατί όταν πεθαίνουν όλοι οι ηθοποιοί
δεν μπορούμε να κατακρίνουμε κανέναν.
Αν αυτός που το ‘γραψε αναλάμβανε να παίξει τον Πύραμο
 και να κρεμαστεί απ’ την καλτσοδέτα της Θίσβης,
το δράμα σας θα γινόταν πολύ επίκαιρο.
Αλλά κι έτσι τα καταφέρατε πιστά και αξιόλογα.
(Χορός).

Θησέας.

Ζευγάρια, είναι μεσάνυχτα. Πάμε όλοι στα κρεβάτια μας.
Η ωραία μέρα τέλειωσε. Σαν όλα τα ωραία
που φεύγουν για ν’ αφήσουν την θέση τους σε άλλα,
 ίσως και ομορφότερα.. Σ’ όλους μας καληνύχτα!
(Βγαίνουν. Μπαίνει ο Πουκ).

Πουκ.

Τώρα βγαίνουν βόλτα τα σκαντζοχοιράκια
και οι κουκουβάγιες βγάζουνε στριγγιές.
Τραγουδούν τη νύχτα οι γρύλοι στα θυμάρια
κι οι πυγολαμπίδες ανάβουνε φωτιές.

Τώρα εμείς, δαιμόνια και ίσκιοι,
οι αφεντάδες της νυχτιάς,
ήρθαμε στο ωραίο παλάτι που κοιμάται ο βασιλιάς,
 να ευλογήσουμε το γάμο, όπως ξέρουμε εμείς,
 με χαρές και με τραγούδια της δικής μας συνταγής.
(Μπαίνουν ο Ομπερόν και η Τιτάνια με την ακολουθία τους).

Ομπερόν.

Μπρος, δαιμόνια τυχερά!
Όπως κάνουνε τα’ αστέρια απ’ τον ουρανό βουτιές
και πηδήματα οι βατράχοι στου νερού τις λασπουριές,
Έτσι να χοροπηδάτε και το σπίτι να κουνάτε.
Πάρτε το σκοπό με χάρη, κι όλοι μπρος , μ’ ένα ποδάρι.

Τιτάνια.

Δος του μπρος, χέρι με χέρι,
τραγουδάτε και πηδάτε, κι ευλογάτε αυτά τα μέρη.
Ώσπου να ‘ρθει η αυγή, σκορπιστείτε εδώ κι εκεί,
σ’ όλο τούτο το παλάτι.
Ομπερον.
Και στης νύφης το κρεβάτι, πάμε εμείς αγαπημένη,
 να μοιράνουμε να γίνει τυχερό και καρπερό
 και οι φρεσκοπαντρεμένοι, να ‘ναι πάντα ευτυχισμένοι
και μακριά απ’ αυτούς να μένει κάθε αρρώστια και κακό.

(Φεύγουν).

Πουκ

Τέλειωσε το παραμύθι, το κουκί και το ρεβίθι.
 Όλα μπήκανε σε τάξη, κι ότι ήταν στραβό έχει φτιάξει.

Κι αν εμείς τα ξωτικά κάναμε καμιά ζημιά,
συγχωρέστε μας εσείς και εμείς θα διορθωθούμε.
 Σας το υπόσχομαι εγώ, σαν τίμιος  Πουκ  που’ μαι..

Γιατί εμείς απάνω εδώ,
πλάσματα της φαντασίας
από  σας παίρνουμε μέτρο
της δικής μας της αξίας.

 Πάντα ο Πουκ ο κατεργάρης
 πρόθυμος και αγαπησιάρης,
κάπου θα σας περιμένει
 στα όνειρα να μπαινοβγαίνει
να σας βρίσκει την αλήθεια
 στων τρελών τα παραμύθια.

Αν λοιπόν δεν σας αρέσει, ότι αφήσαμε στη μέση,
 ξαναρθείτε άλλη φορά να το δείτε πιο καλά.


Εάν όμως σας άρεσε έστω και λιγουλάκι
αυτό το ταξιδάκι στης φαντασίας τη χώρα,
έ, μη χαζολογάτε! Χειροκροτήστε τώρα!

(Όλα τα φώτα).

                    ΤΕΛΟΣ                   



















 Πράξη 4
Σκηνή 1
Οι τέσσερις κοιμώναι. Μπαίνουν η Τιτάνια, ο Στημόνης, οι τέσσερις μικροί
και άλλα ξωτικά. Ο Ομπερόν στο βάθος κρυμμένος.

Τιτάνια
 

Κάθισε αγάπη μου εδώ, στο λουλουδένιο στρώμα.
Να σου χαϊδέψω τρυφερά τ’ ωραίο μάγουλό σου
και τούτα τα μεγάλα, χαριτωμένα αυτιά.
Στημόνης
Ναι, ναι, μα κάτι χρειάζομαι. Πού είναι ο Μπιζελάνθης;
Μπιζελάνθης
Παρών εδώ, αφεντικό.
Στημόνης
Με τρώει το κεφάλι μου φίλε μου Μπιζελάνθη
Ξύσε με σε παρακαλώ, έτσι, απαλά, με χάρη.
Για έλα εδώ Αραχνούλα.
Αραχνούλα
Στις διαταγές σου αφέντη μου.
Στημόνης
Θέλω να πας στους θάμνους όπου τρυγούν οι μέλισσες,
τη γύρη από τα ανθάκια. Να βρεις που είν’ οι κυψέλες τους
Να κλέψεις λίγο μέλι. Και τώρα ο Σιναπόσπορος.
 ΣιναπόσποροςΠιστός εις το καθήκον. Τι θέλετε από μένανε;

Στημόνης
Βοήθησε στο ξύσιμο τον κύριο Μπιζελάνθη.

Σιναπόσπορος Μετά χαράς αφεντικό. Σ’ αυτό έχω ταλέντο.

Τιτάνια.
Αγάπη μου, θα ήθελες ν’ ακούσεις μουσική;
Ή προτιμάς πρώτα να φας κι έπειτα να γλεντήσεις;

Στημόνης.Χμ, να σου πω πολύ καλό και το’ να και το άλλο.
Πολύ καλή η μουσική, αλλά και για φαγάκι,
 δεν λέω όχι εγώ ποτέ.

Τιτάνια
Τι θες να φας; Διάταξε.

Στημόνης
Μπα, να, ένα μεζεδάκι, μονάχα για την όρεξη.
Φέρτε μου μια αγκαλιά σανό, ή έστω λίγη βρώμη.
Αν και ο πραγματικός μεζές είναι για μένα ο βίκος.

Τιτάνια
Εμπρός, τρεχάτε ξωτικά. Ακούσατε τι θέλει!
Κι ας τρέξει ένας από σας να βρει λίγα καρύδια.
Να φάει η αγάπη μου καρύδια με το μέλι.
που θα μας φέρει στο λεπτό η πονηρή Αραχνούλα.

 Στημόνης.
Μα όσο να γίνουν όλα αυτά και να στρωθεί τραπέζι,
 αφήστε με να κοιμηθώ που νύσταξα λιγάκι.

Τιτάνια.
Κοιμήσου στην αγκάλη μου, κι εγώ σε νανουρίζω.
Ζιζάνια, φύγετε από εδώ και κάνετε ησυχία.
(Φεύγουν τα ξωτικά).
Η Τιτάνια τραγουδάει ένα νανούρισμα.
Μπαίνει ο Ομπερόν κι ο Πουκ.

Ομπερόν
Καλώς τον βοηθό μου.          
Βλέπεις την όμορφη θεά;
Η ωραία και το τέρας.
Πετυχημένο πάντρεμα.
Σαν φάβα με κρεμμύδι!
Πριν από λίγη ώρα στο δάσος την αντάμωσα
που μάζευε λουλούδια για το στεφάνι που φορεί
στη γαϊδουροκεφάλα, του έρωτά της του κομψού.
Την ειρωνεύτηκα εγώ για το κατάντημά της
Κι αυτή με παρακάλαγε να μην την κοροϊδεύω.
Τότες λοιπόν, της ζήτησα τη χάρη να μου κάνει
και να μου δώσει το παιδί, κι αυτή δεν είπε όχι,
μιας κι έτσι θα ησύχαζε απ’τα πειράγματά μου.
Τώρα λοιπόν είναι ώρα,  να την ελευθερώσουμε
τη δύστυχη απ’ τα μάγια και τούτον τον κρεμανταλά
απ’ το μασκάρεμά  του.

 Πουκ
Παρόλο που χωρίς αυτό, καλύτερη δεν είναι ούτε η ζωή ούτε η φάτσα του.

Ομπερόν
(Στάζει χυμό στην Τιτάνια).

Όπως ήσουν να γενείς,
κι απ’ την τρέλα να σωθείς.
Το μπουμπούκι. που’ χει πάρει
απ’ την Άρτεμη τη χάρη,
το ερωλούλουδο νικά.
Ξύπνα γλυκιά, Τιτάνια, γλυκιά βασίλισσά μου!

Τιτάνια.
Καλέ μου! Τι ‘ταν τούτο το όνειρο το φοβερό
που έβλεπα τόση ώρα; Πως τάχατες αγάπησα
ένα τέρας σαν γαϊδούρι.

Ομπερόν.

Νάτος εδώ ο φίλος σου κοιμάται σαν πουλάκι!

Τιτάνια
Πώς έγινε κι αγάπησα, μια φρικαλέα μούρη;
Δεν θέλω ούτε να τον δω. Πάρ’ τον από δω πέρα.

Ομπερόν.
Ηρέμησε αγάπη μου, κι όλα θα διορθωθούνε.
Πουκάλλαξέ του τώρα πια το απέξω του κεφάλι.
Αν και θα ήθελε αλλαγή και κείνο που έχει μέσα.

Πουκ.
Ο βλάκας είναι βλάκας είτε μ’ ανθρώπου κεφαλή,
είτε με γαϊδουρίσια.
Ομπερόν.
Και τώρα ας παίξει μουσική, παντού να αντηχήσει.
Σε κάθε δάσος και βουνό, σ’ολόκληρη  τη φύση.
Πως πάλι ενωθήκανε οι δύο βασιλιάδες
των ξωτικών και των νυμφών, Ομπερόν και Τιτάνια.

Δος μου λοιπόν το χέρι σου, να πάμε αγαπημένοι
να ευλογήσουμε μαζί τους γάμους του Θησέα.
Κι αφού εμείς ειρηνέψαμε, θ’ αναγαλλιάσει η πλάση.
Και κάθε ζωντανό της γης μαζί μας θα γιορτάσει.
Και τούτοι εδώ οι άνθρωποι να βρούνε ότι ζητούνε
στο φως αυτής της χαραυγής και να ξεμπερδευτούνε.

Πουκ.
Αφέντη ο κορυδαλλός που χαιρετά τη μέρα! Ξημέρωσε!

Ομπερόν

Πάμε Τιτάνια, από δω. Τώρα είναι όλα εντάξει.
Εμείς θ’ ακολουθήσουμε τους ίσκιους στο  φευγιό τους.
Κι αυτοί μόλις ξυπνήσουνε θα δούνε πια το φως τους!

Τιτάνια.

Πάμε. εγώ σ’ ακολουθώ, μα να μου εξηγήσεις,
Πώς έγινε απόψε τέτοιο περίεργο θαύμα και βρέθηκα η νύμφη εγώ
 με τους θνητούς αντάμα σ’ ένα λουλουδοκρέβατο με έναν γαϊδαρο-άντρα.
(Φεύγουν-ακούγονται βούκινα).
(Μπαίνει ο Θησέας με την συνοδεία του).

Θησέας.

Ας τρέξει κάποιος να φωνάξει το δασάρχη. Το μέρος είναι εδώ καλό
 και είναι πια η ώρα ν’ αρχίσει το κυνήγι μας.
Έλα από δω  Ιππολύτη. Να ανεβούμε στην κορφή, να βλέπουμε όλα γύρω.
Τους κυνηγούς και τα σκυλιά τα καλογυμνασμένα που κυνηγούν το θήραμα.

Ιππολύτη

Σ’ ακολουθώ μετά χαράς. Βιάζομαι να αφουγκραστώ
τους ήχους απ’ το δάσος και την ηχώ απ’ τις πλαγιές
στο φέγγισμα της μέρας και στη δροσιά της χαραυγής.
Έτσι μεγάλωσα κι εγώ, στους λόγγους και στα δάση
και στις ομίχλες των βουνών είμαι συνηθισμένη
να προϋπαντώ τον φωτεινό κι αστραποβόλο ήλιο.

Θησέας.

Πάμε λοιπόν. Έλα από δω. Μα στάσου! Τι ‘ναι ετούτο;

Αιγέας.

Ετούτη είναι η κόρη μου, κι εκείνος ο Δημήτρης.
Μα να κι ο Λύσσανδρος εκεί και η Λενιώ του Νέδρου.
Πώς βρέθηκαν όλοι εδώ; Τι κάνουν όλοι αντάμα;
Πότε έφυγε απ’ το σπίτι μας η ατίθασή μου κόρη
κι εγώ δεν ξέρω τίποτα; Δεν το καταλαβαίνω.

Θησέας.

Θα έμαθαν τα σχέδια που είχαμε για κυνήγι, κι ήρθαν εδώ από νωρίς να βρουν τη συντροφιά μας.
 Και ίσως περιμένοντας τους ξαναπήρε ο ύπνος. Μα σήμερα δεν είναι, που η κόρη σου
 πρέπει να πει τι τελικά αποφάσισε να κάνει με τον γάμο;

Αιγέας.

Ναι βασιλιά μου σήμερα. Γι’ αυτό και με εκπλήσσει διπλά
που έτσι βρίσκονται όλοι τους στον ύπνο μονιασμένοι.

Θησέας

Τώρα λοιπόν θα μάθουμε όλες τις απαντήσεις, σ’ όλες τις απορίες μας.
 Να ηχήσουνε τα βούκινα, και όλοι να ξυπνήσουν.
(Ακούγονται τα βούκινα).
Καλημερούδια κύριοι. Αλλά, απ’ όσο ξέρω, τ Άη —Βαλεντίνου η γιορτή που οι νέοι ξεφαντώνουν,
έχει περάσει από καιρό. Εσείς βρήκατε τώρα, τη μέρα την κατάλληλη να κάνετε ζευγάρια;

Λύσσανδρος.

Συγγνώμη, βασιλιά μου.
(Γονατίζουν όλοι μπροστά στον Θησέα).
.
Θησέας

Σηκωθείτε. Ξέρω καλά πως σεις σι δυο είσαστε κακιωμένοι,
γιατί είσαστε ανταγωνιστές για αγάπη της Ερμίας.
Πως βρίσκεστε λοιπόν αυτού, όλοι μαζί κι αντάμα
σαν περιστέρια που ήρεμα κουρνιάζουν πλάι- πλάι;

Λύσσανδρος.

Θα σ’ απαντήσω βασιλιά, με όλη την καρδιά μου, Μα όχι μ’ όλο το μυαλό,
 γιατί είναι σαστισμένο. Δεν καλοξέρω ούτε γω, γιατί είμαι σαστισμένος.
Τι  ακριβώς είναι όνειρο, και τι είναι αλήθεια. Αλλά, θαρρώ, θυμάμαι,
πως χτες το βράδυ ήρθαμε εδώ εγώ και η Ερμία, για να γλυτώσει η αγάπη μας
 απ’ τον σκληρό τον νόμο.
Αιγέας.

Πολύ ωραία. Φτάνει. Τ’ άκουσες όλα βασιλιά. Αυτός είναι ένας κλέφτης,
που έκλεψε την κόρη μου. Παρακαλώ, αμέσως, σκληρή να πέσει πάνω του
η δίκαιη τιμωρία. Έκλεψε από μένα, την πατρική εξουσία μου
 και από σε Δημήτρη, την μέλλουσα γυναίκα σου.


Δημήτρης

 Θησέα, η Ελένη, μου είπε πως θα έφευγαν οι δυο απ’ την Αθήνα.
Κι εγώ απελπισμένος τους ακολούθησα ως εδώ.
 Το ίδιο κι η Ελένη που ερχόταν πίσω από με.
Αλλ’ όμως, δεν γνωρίζω πώς τη νύχτα, εδώ στο δάσος, κάτι έγινε και ξαφνικά
 έλιωσε αυτός ο πόθος για την Ερμία
που αντάριαζε ως χτες την θέλησή μου.

Και τώρα θέλω μοναχά την όμορφη Ελένη.
Που αγαπούσα από παλιά, προτού δω την Ερμία
και μπερδευτούν οι φρένες μου
και τα αισθήματά μου.

Θησέας

Άρα λοιπόν ταιριάσανε μονάχα τα ζευγάρια.
 Και περισσεύει η γνώμη μας και η βουλή του νόμου.
 Αιγέα μου λυπάμαι, μα η θέλησή σου τώρα
είναι εντελώς αταίριαστη και θα την αγνοήσω.
 Σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός..., εγώ θα ευλογήσω
 τους γάμους τους. Και μάλιστα θα ορίσω μαζί με μας
να παντρευτούν ετούτη την ημέρα,
για να’ ναι οι χαρές μας ακόμα πλουσιότερες.

Μόνο που όπως βλέπω, με όλα τούτα πέρασε η ώρα
για κυνήγι. Ας μένει αυτό για άλλη φορά.
Πάμε όλοι στην Αθήνα. Πρέπει να ετοιμάσουμε την όμορφη γιορτή μας,
να ‘ναι όλα τέλεια κι όλοι να ξεφαντώσουν.
(Βγαίνει ο Θησέας ‚ με τους δικούς του).

Λϋσσανδρος

Τι ακριβώς, συνέβη; Εσείς το καταλάβατε;

Δημήτρης
Είναι κάπως μπερδεμένα. Δεν ξεχωρίζεις εύκολα
τα όνειρα απ’ την αλήθεια. Κάπως σαν να ζαλίζομαι.

Ερμία.

Εμένανε  μου φαίνεται σαν να κοιτάω χωριστά από το κάθε μάτι,
 και να μου φαίνονται διπλά όλα όσα συμβαίνουν.
 Τι είναι χαρά, τι είναι καημός, τι θέλω τι δε θέλω,
Τι.να πιστέψω για σωστό και τι για κοροϊδία.
 Ποιο είναι τέλος και ποια αρχή; Όλα μαζί κι αντάμα.

Ελένη
Εμένα πάλι απίστευτο μου φαίνεται ο Δημήτρης
να πει πως τώρα μ’ αγαπά. Πάνω που είχα χάσει
κάθε ελπίδα να δεχτεί. Είναι δικός μου, ή όχι;

Δημήτρης

Είμαστε σίγουροι εντελώς πως έχουμε ξυπνήσει;
Ή μήπως είναι όνειρο που βλέπουμε παρέα;

Λύσσανδρος.

Μα όλοι μας δεν είδαμε εδώ πέρα τον Θησέα;

Ελένη

Ναι και την Ιππολύτη.

Ερμία

Και ήταν κι ο πατέρας μου.

Δημήτρης.

Και ο Θησέας είπε να μας παντρέψει σήμερα που είναι ο δικός του γάμος.

Λύσσανδρος

Πάμε τότε. Και όπως θα πηγαίνουμε,
ας πούμε τα όνειρά μας —που φαίνεται να μοιάζουνε
κάμποσο μεταξύ τους, σαν να τα είδαμε μαζί.
(Φεύγουν. Ξυπνά ο Στημόνης).

Στημόνης

Όταν έρθει η σειρά μου, φώναξέ με να πω το ρόλο μου.
Αρχίζω με τα λόγια ‘πανέμορφέ μου Πύραμε’.
 Έιέι., ΜαστροΚυδώνηΡοκάνη, φίλε γανωτή!
Πού είστε; Έλα Θεέ μου. Το σκάσανε και μ’άφησαν εδώ χάμω κοιμισμένο
Μα είδα ένα όνειρο, απίστευτο στ’ αλήθεια.
Ένα όνειρο-μπορεί κανείς να χάσει το μυαλό του αν πει τι όνειρο ήταν αυτό.
Τάχα πως ήμουνα.... - Πώς να το πεις τι ήμουνα,- Και πως είχα..
Μα είναι τρελός όποιος πει τι μου φάνηκε πως είχα..
Μάτι ανθρώπου δεν άκουσε, αφτί ανθρώπου δεν είδε, και γλώσσα
 δε μπορεί να το γευτεί το όνειρο που είδα. Θα πω του μαστρόΚυδώνη
 να γράψει  μια μπαλάντα για αυτό το όνειρο.
 Θα λέγεται ‘το όνειρο του Στημόνη’, γιατί δεν έχει ούτε υφάδι ούτε στημόνι.
 Και θα το τραγουδήσω στο τέλος της παράστασης, μπροστά στο βασιλιά μας.
Μάλιστα, για να κάνει μεγαλύτερη εντύπωση, θα το τραγουδήσω αφού πεθάνω.
Μετά θάνατον δόξα!


Πράξη 4
Σκηνή 2

Κυδώνης

Ειδοποιήσατε κανείς το σπίτι του Κυδώνη;
Δεν γύρισε ακόμα;

Βελόνης

Κανείς δεν ξέρει τίποτα.

Ροκάνης

Τον έχουν απαγάγει!

Καζάνης

Αν δεν έρθει, πάει, χάθηκε η παράσταση.
Κυδώνη, έτσι δεν είναι;.

Κυδώνης.

Μα βέβαια. Που θα βρεθεί άλλος τέτοιος για να ερμηνεύσει Πύραμο.
 Δεν έχει άλλο ηθοποιό σε όλη την Αθήνα, που να ‘χει το ταλέντο του.

Φυσούνης

Ούτε την ομορφιά του και την γλυκιά του τη φωνή.

Ροκάνης

Ούτε την εξυπνάδα του.

Βελόνης.

Ακούστε εδώ μαστόροι. Του ρήγα ο γάμος έγινε.
Παντρεύτηκαν μαζί του και κάτι άλλοι άρχοντες.
Κι έτσι θα γίνει γλέντι ακόμη μεγαλύτερο.



Ροκάνης.

Θα κάναμε την τύχη μας αν είχαμε πετύχει να πάει μπροστά η παράσταση.

Καζάνης.

Αχού, μαστροΣτημόνη. Να’ ξερες τι μας έκανες.
Θα ‘παιρνες μεροκάματο τουλάχιστον πεντέξι καλά χαρτονομίσματα.
Τέτοια χρυσή ευκαιρία, πού θα την ξαναβρείς  κι εσύ κι εμείς σι πεινασμένοι;
Όχι πως δεν θα τ’ άξιζες, με τέτοια μαστοριά που έπαιζες τον Πύραμο.
Μα τώρα πάνε όλα.
(Μπαίνει ο Στημόνης).

Στημόνης

Καλή σας μέρα μάστοροιΝάμαι κι εγώ που ήρθα.

Κυδώνης
ΜάστροΣτημόνη! Δόξα συ ο Θεός κι οι άγιοι όλοι!
 Τι ευτυχία είναι αυτή! Άντε να σε χαρούμε!

Στημόνης

Μαστόροι  έχω να σας πω , τρομερές ιστορίες. Αλλά, μη με ρωτάτε.
Γιατί αν σας πω θα ‘μαι τρελός.
Θα σας τα πω με ακρίβεια να χάσετε το νου σας.

Κυδώνης

Λέγε Στημόνη. Ακούμε.

Στημόνης

Αποκλείεται.
Εκείνο που έχω να σας πω είναι ότι ο ρήγας
τελείωσε το γιορτινό μεγάλο φαγοπότι
και τώρα αρχίζει η γιορτή. Λοιπόν ετοιμαστείτε.
Μαζέψτε τα εργαλεία σας, φορέστε τα καλά σας,
και πάμε όλοι γρήγορα στου ρήγα το παλάτι.
Γιατί, σας λέω το έργο μας, εγκρίθηκε για απόψε.
Και πάμε να το παίξουμε να μας θαυμάσουν όλοι.
Και για καλό και για κακό εσύ  ΦυσούνηΘίσβη
φόρα καινούργια ασπρόρουχα., να μη ρεζιλευτούμε.
Και όλοι σας μη φάτε σκόρδο ή κρεμμύδι ή τυρί.
Πρέπει η παράστασή μας να έχει άρωμα γλυκό,
καθώς θα είναι κι η ίδια. Δε θέλω λόγια.
Πάμε, μπρος! Γρήγορα στη δουλειά μας.
Άϊντε, μαρς. Φευγάτε από δω πέρα!


Πράξη 5


Ιππολύτη.
Θησέα, είναι παράξενα όλα αυτά που λένε
οι ερωτευμένοι φίλοι μας.

Θησέας

Τόσο παράξενα που εγώ δεν τα πιστεύω διόλου.
 Είναι σι ιστορίες που βγάζουν και πιστεύουνε οι ερωτοχτυπημένοι,
 σι ποιητές και οι τρελοί. Μα όχι οι βασιλιάδες .
Έτσι είναι η φαντασία, που ομορφαίνει τη ζωή. Ότι χαρά ή λύπη νιώσει
 ο τρελός κι ο ποιητής, της δίνει σχήμα και όγκο.
Και φτιάχνει από το τίποτα έναν καινούργιο κόσμο,
 πιο ζωντανό και όμορφο απ’ τον πραγματικό.

Ιππολύτη
Μα έτσι που τα λένε, δε μοιάζουνε φανταστικά.
Λένε όλοι τους το ίδιο. Πως γίνεται λοιπόν αυτό;
Την ίδια φαντασία  φαντάστηκαν κι οι τέσσερις;

Θησέας

Μα να οι ερωτευμένοι μας. Καλώς τα περιστέρια
 που η ευτυχία τους λάμπει. Πάντα ευτυχισμένοι!

Λύσσανδρος

Και πιο πολύ εσένα, ρήγα σοφέ και δυνατέ, να συνοδεύει η χαρά, ή υγεία κι η ευτυχία.

Θησέας

Ελάτε τώρα, πρέπει να ξεκινήσουν οι χοροί και οι διασκεδάσεις. Φωνάξτε τον Φιλόστρατο.

Φιλόστρατος
Εδώ είμαι βασιλιά μου.

Θησέας.
Λέγε λοιπόν. Τι ετοίμασες για το μεγάλο βράδυ;
Φιλόστρατος.
Έχω ένα κατάλογο με διάφορες προτάσεις.
Δες τον εσύ και διάλεξε τι θα ’θελες ν’ακούσεις.

Θησέας

Πρώτο εδώ διαβάζω: « Ο θηριώδης  πόλεμος
 με τους γενναίους κενταύρους». Όχι αυτό γι’ απόψε.
 Όχι πολέμους και σφαγές. Ας δούμε παρακάτω:
«Οι Μούσες που μοιρολογούσαν τη φίλη τους τη Γνώση
που τελευταία την πέθαναν οι εκτελεστές της τέχνης».
Αυτό είναι κουλτουριάρικο. Δεν κάνει για έναν γάμο.
Γιατί η σκέψη η πολλή κάθε χαρά σκοτώνει.
Μόλο που έχει δίκιο, εκείνος που το έγραψε.
Και πάμε στο επόμενο: «μεγάλη σύντομη σκηνή
για τον θαυμάσιο θάνατο του ηρωικού Πριάμου».
Πολύ διασκεδαστικό και πονεμένο δράμα.
Μάλιστα. Αυτό μου φαίνεται ότι τα έχει όλα.
 Και θάνατο θαυμάσιο και σύντομο μεγάλο και κωμωδία τραγική.
Μοιάζει με κρύα ζέστη και άκρη δίχως τελειωμό.
Τι είναι αυτό Φιλόστρατε;

Φιλόστρατος.Είναι ένα δράμα βασιλιά.
 Εγώ δεν έχω ξαναδεί πιο σύντομο από τούτο.
Που όλη του η υπόθεση χωρά σε δέκα λόγια.
 Αλλά, τα δέκα λόγια, αυτοί τα ξαναλένε,
μπερδεύοντάς τα συνεχώς, τα ίδια και τα ίδια
κι έτσι, ενώ είναι μικρό, γίνεται και μεγάλο,
που πια βαριέσαι να ακούς τις ίδιες κουταμάρες.
 Και είναι τραγικότατο γιατί κανείς δεν ξέρει
αν πρέπει να γελά μ’ αυτό ή θα ‘πρεπε να κλαίει.
Σου λέω πως άμα το είδα, τα μάτια μου δάκρυσαν
 που πέθανε ο Πύραμος, απ’ τα πολλά τα γέλια.
Στ’ αλήθεια τέτοιος θάνατος δεν έχει ξαναγίνει.

Θησέας.

Ποιοι το ‘χουν φτιάξει, το έργο αυτό;

Φιλόστρατος.

Μια ομάδα από αμόρφωτους τεχνίτες, που δεν έχουν
 καμιά παιδεία στο θέατρο. Και τώρα προσπάθησαν με χίλιες δυσκολίες,
να μάθουνε τους ρόλους τους, για να προσθέσουν στη γιορτή
συγκίνηση και χρώμα.

Θησέας

Ας το ακούσουμε λοιπόν.

Φιλόστρατος

Μα όχι, βασιλιά μου. Δεν είναι αυτό για σένανε. Είναι σκέτη κουταμάρα.

Θησέας.

Θα το ακούσω όμως εγώ. Γιατί ποτέ δεν είναι για πέταμα
η προσπάθεια να κάνει κάποιος τέχνη.
Κι ακόμα περισσότερο, από απλούς ανθρώπους,
που θέλουν να τιμήσουν με όποιο τρόπο ξέρουν
του βασιλιά τους την γιορτή. Πήγαινε να τους φέρεις.
(Φεύγει ο Φιλόστρατος).

Ιππολύτη
Εμένα δεν μου αρέσει, να βλέπω τους ανθρώπους
 εκτός από τη φτώχια τους να γίνονται γελοίοι
με το κακό το γούστο τους και την αμορφωσιά τους.

Θησέας

Μα όχι αγαπητή μου. Τίποτα τέτοιο δεν θα δεις.

Ιππολύτη

Μα λέει πως δεν αξίζει καθόλου αυτό που παίζουνε.

Θησέας.

Ε τότε, θα ‘χει αξία η διάθεση του βασιλιά
 να δώσει σημασία σε μια άτυχη προσπάθεια.
Και θα βαλθούμε όλοι μαζί να βρούμε κάποιο νόημα σε μιαν ανοησία.
 Που όμως, ποτέ δεν είναι ανοησία σκέτη, αυτό που μ’ όλη την καρδιά
 κάποιος θα σου προσφέρει. Συχνότερα η κακογουστιά,
η υπερβολή και η πλήξη ευδοκιμούν στα μέρη
που λείπει ο αυθορμητισμός και η σιγουριά κομπάζει.

Φιλόστρατος (Ξαναμπαίνει).

Ρήγα, αν θέλει η χάρη σου, το δράμα θα αρχίσει.

Θησέας.

Είμαστε έτοιμοι. Μπορούν να ξεκινήσουν.
(μπαίνει ο πρόλογος).

Κυδώνης
Αν ενοχλούμε, θέλουμε με όλη την καρδιά μας
να σας ευχαριστήσουμε γι’ αυτό είμαστε εδώ πέρα
 γιατί σας αγαπούμε και για να διασκεδάσετε μ’ αυτά που θα σας πούμε
 και δε θα μετανοιώσετε  ν’ακούσετε ένα δράμα που έγινε στις μέρες μας
 κι εγώ δεν ξέρω πότε μα ήτανε αλλόκοτο καθώς το παίξιμό μας το παριστάνει ακριβώς άγριο και μπλεγμένο, αλλά πολύ πρωτότυπο καθώς είναι γραμμένο.
 Έτσι και σεις θ’ ακούσετε με την υπομονή σας όλα όσα δεν ξέρετε
 για την υπόθεσή σας που μπρος σας ξετυλίγεται.

Θησέας.

Αυτός ο φίλος, δεν βάζει τελείες πουθενά.

Λύσσανδρος.Είναι για να πηγαίνει πιο γρήγορα στον προορισμό
που έχει στο μυαλό του.

Ιππολύτη.

Έπαιξε το ρόλο του, σαν ένα παιδάκι την καραμούζα του.
Βγήκε ήχος, αλλά ακυβέρνητος, χωρίς σειρά και νόημα.

(μπαίνουν οι: ΠύραμοςΘίσβη, Τοίχος, Φεγγαράδα, Λιοντάρι).

Πρόλογος.

Αν όλα αυτά που βλέπετε σας κάνουν ν’ απορείτε,
αμέσως με τα λόγια μου εξήγηση θα βρείτε.
 Ετούτος είναι ο Πύραμος, ο νέος π’ αγαπάει τη Θίσβη,
που ο λιόνταρος αυτός θα τηνε φάει.
 Όμως, προτού να γίνει αυτό, οι δυό τους συναντιόνται
 μπροστά απ’ τον τοίχο τούτον που βλέπετε εδώ πέρα,
 ενώ το φεγγαρόφωτο κρατώντας το φανάρι
φωτίζει την αγάπη τους με όλη του τη χάρη.
 Και τώρα που σας τα ‘πα,
 θα συνεχίσουν με χαρά αυτοί οι ηθοποιοί μας
να πουν και τα υπόλοιπα και να φχαριστηθείτε
 με όλα όσα σύντομα σα ζωντανά θα δείτε,
ώσπου ο χάρος ο σκληρός με τη μεγάλη χάρη θα ξεχυθεί εδώ μπροστά
 και όλα θα τα πάρει.
(φεύγουν όλοι εκτός του Τοίχου)   

Θησέας.

Είμαι περίεργος αν θα μιλάει το λιοντάρι.

Δημήτρης.

Δεν θα’ναι παράξενο ρήγα μου.
Τόσοι γάϊδαροι μιλάνε, γιατί να μη μιλήσει κι ένα λιοντάρι;

Τοίχος

Σ’ αυτό το έργο το ‘θελε η μοίρα να με κάνει να παίξω το ντουβάρι εγώ,
 που όλοι με λεν Καζάνη. Και είμαι ντουβάρι αψηλό που όπως δεν σας είπα,
εδώ στη μέση ξαφνικά, έχει μια τέτοια τρύπα.
 Μες απ’ αυτήν ο Πύραμος στη Θίσβη του μιλάει.
Ο ασβέστης που ‘χω πάνω μου, οι πέτρες κι ο σοβάς
 δείχνουνε με ακρίβεια, πίστη και σημασία
 πως είμαι ένα ντουβάρι χωρίς αμφιβολία.

Θησέας

Μπορεί κανείς να ζητήσει από ένα ντουβάρι να μιλήσει καλύτερα;

Δημήτρης

Παρόλα αυτά, είναι ο εξυπνότερος τοίχος που είδα ποτέ μου ρήγα μου.


Ελένη


 Έχει γνώθι σ’ αυτόν.

Θησέας.

Προσοχή. Ο Πύραμος πλησιάζει στον τοίχο.
Εδώ έχει αγωνία.

Πύραμος

Ω νύχτα κατσουφιάρα εσύ, νύχτα με μαύρο χρώμα.
Νύχτα που είσαι σκοτεινή, γιατί δεν είσαι μέρα.
Τρέμω μη ξέχασε να ‘ρθει η Θίσβη μου εδώ πέρα!
Κι ω, τοίχε συ που στέκεσαι, καλέ, γλυκέ μου τοίχε,
άσε να δω από την τρύπα σου, αν ήρθε, ή ακόμα
αργεί να φτάσει η Θίσβη μου η πολυαγαπημένη.

(ο τοίχος σηκώνει τα δάχτυλα).

Τοίχε ευγενή, σ’ ευχαριστώ, για τη μεγάλη χάρη,
Που όποιος σε βλάψει, από με εκδίκηση θα πάρει.
Αλλά τι βλέπω; Θίσβη εδώ, δε βλέπω εγώ καμιά.
Ανάθεμά τις πέτρες σου γι αυτή την κοροϊδία..

Ιππολύτη

Κανονικά, ο τοίχος, αφού έχει το χάρισμα της ομιλίας,
θα ‘πρεπε να καταραστεί κι αυτός.

Πύραμος

Όχι κυρία μου, δεν πρέπει. Το «αυτή την κοροϊδία»,
 είναι η ατάκα για να ‘ρθει στο ρόλο της η Θίσβη.
Αν μιλήσει ο τοίχος χαθήκαμε.
Θα γίνει μεγάλο μπέρδεμα. Ενώ τώρα θα ταιριάξει
 ακριβώς καθώς σας το είπα. Νάτο!

Θίσβη.
Ω τοίχε!Εσύ που άκουσες τον πόνο μου να κλαίω!
Και που συχνά τις πέτρες σου φιλώ και ξεθυμαίνω
για την πιστή αγάπη μου, που είναι σφιχτοδεμένη
κι ακούνητη όπως κι εσύ.

Πύραμος

Ακούω φωνή; Ή μ’ απατούν τα μάτια του μυαλού μου; Θίσβη!

Θίσβη

Πύραμε, αγάπη μου ; Είσαι εδώ, κι ακούω τη φωνή σου;
Ή εγώ νομίζω πως θα δω σε λίγο τη μορφή σου;

Πύραμος

Ότι κι αν θέλεις νόμιζε, εγώ είμαι εδώ για σένα.
 Πιστός εις την αγάπη μας όπως στην γη ο ήλιος..

Θίσβη

Μόνο που εκείνοι βλέπονται κάθε ώρα μεταξύ τους.
Ενώ εμάς η αγάπη μας ,τυφλή είναι και μουρτζούφλα..

Πύραμος.

Ω!, φίλησε με  Θίσβη μου, από τη χαραμάδα!

Θίσβη.

Θα πάει τσάμπα το φιλί, στου τοίχου τη σχισμάδα!

Πύραμος

Θα’ ρθεις σε λίγο να με βρεις στου Σπύρου το μνημούρι;

Θίσβη
Θα’ ρθω. Επιτέλους να σταθώ κοντά σου μούρη —μούρη!

Τοίχος

Έτσι το ρόλο που είχα εγώ ο τοίχος για να παίξω,
τον έπαιξα και τώρα πια, φεύγω και πάω έξω.
(Βγαίνει).

Θησέας
Τώρα λοιπόν ο τοίχος που χώριζε τους γείτονες
γκρεμίστηκε και πάει. Άρα δεν έχουν πρόβλημα.

Λύσσανδρος

Πολύ σωστό και δίκαιο το γκρέμισμα του τοίχου.
Γιατί εκτός που πάντα οι τοίχοι είχανε αυτιά,
 αν βγάζανε και γλώσσα, γίνονται ενοχλητικοί.
Ιππολύτη

Πάντως εγώ βαρέθηκα ν’ ακούω σαχλαμάρες.

Θησέας.

Υπομονή Ιππολύτη.
Να, τώρα μπαίνουν στη σκηνή δύο καινούργια ζώα.
Το ένα μοιάζει με άνθρωπο και τ’ άλλο με λιοντάρι.

Λιοντάρι

Κυρίες μου, που ο ίσκιος σας, σας κάνει να φοβάστε,
και που σας πιάνει τρέμουλο αν δείτε ποντικάκι,
να ξέρετε ότι εγώ που κάνω το λιοντάρι,
αν σας φοβίσω διόλου ο διάολος να με πάρει.
Εγώ ήρθα εδώ, όλος καρδιά, να σας ευχαριστήσω.
Για σας και το χατίρι σας άγρια θα μουγκρίσω.
 Αλλά αυτό το μουγκρητό να μην το φοβηθείτε.
Γιατί κάτω απ’ τη χαίτη αυτή -μπορείτε να το δείτε -
 δεν κρύβεται αληθινό λιοντάρι που σκοτώνει,
μα του Ροκάνη η φωνή που έπιπλα σκαρώνει.

Θησέας.

Πολύ ευγενικό ζώο και ευσυνείδητο.

Δημήτρης

Όσο ζω, ζώο με τέτοια καλοσύνη δεν ξανάδα, ρήγα μου.

Φεγγαράδα

Ετούτο το φανάρι, να ξέρετε πως παριστά το ολόγιομο φεγγάρι.

Θησέας

Φεγγάρι ναι, αλλά όχι ολόγιομο.
Αν κρίνω απ ‘τη λάμψη του μυαλού του είναι μάλλον στη χάση.

Φεγγάρι

Και θέλω τώρα να σας πω τι ρόλο έχω να παίξω.

Ιππολύτη.

Τέτοιο φεγγάρι ηλίθιο, εγώ, πώς να τα’ αντέξω;

Λύσσανδρος
Λέγε φεγγάρι γρήγορα, να πάμε παρακάτω.



Φεγγάρι.

Εγώ που βρέθηκα εδώ είναι για να φωτίσω
και τη κρυφή συνάντηση στη νύχτα να σας δείξω.

Θησέας.

Καταλάβαμε.

Θίσβη.

Του γέρο —Σπύρου ο τάφος να. Βρίσκεται εδώ πέρα.
Αλλά που είν’ η αγάπη μου, που είναι ο Πύραμός μου;

Λιοντάρι.

Ου,ου,
(Το λιοντάρι πιάνει την μπόλια της Θίσβης που φεύγει τρέχοντας. Οι θεατές
χειροκροτούν.)

Λύσσανδρος.
Αυτό είχε πολύ δράση.
Δημήτρης

Μπράβο λιοντάρι. Εξαιρετικό μούγκρισμα.

Θησέας

Μπράβο Θίσβη. Έφυγες με μεγάλη φόρα.

Ιππολύτη

Μπράβο φεγγάρι. Πραγματικά, το φεγγάρι φέγγει με πολύ χάρη.
Έχει δημιουργήσει ατμόσφαιρα.
(το λιοντάρι σκίζει τη μπόλια της Θίσβης).

Θησέας.

Καλά το έσκισες λιοντάρι.

Λύσσανδρος

Και τότε το λιοντάρι έγινε άφαντο.

Δημήτρης
Και τότε ήρθε ο Πύραμος.

Πύραμος

Γλυκό φεγγάρι, σαν το φανάρι, φώτισε μπρος μου να δω το φως μου.
Θίσβη μου ωραία, ψυχή γενναία,
Πρόβαλλε μπρος μου, άρωμα δυόσμου!
Μα εδώ τι βλέπω;
Ποιόν εφιάλτη;
Το ρούχο της Θίσβης,
Κομμάτι- κομμάτι.
Τι βλέπετε μάτια,
σ’ αυτά τα κομμάτια;
Η Θίσβη μου εχάθη,
η μοίρα μου εστάθη
σκληρή μοχθηρή.
Κακό ριζικό μου
που βρέθηκες μπρος μου.
Μου πήρες απόψε
του ήλιου το φως μου.
Θισβούλα γλυκειά μου,
καημέ και χαρά μου.


Θησέας.

Κι όμως αυτή η λύπη για το θάνατο ενός αγαπημένου,
 σαν να’χει  κάτι αληθινό, που συγκινεί..

Ιππολύτη.

Το ξέρω πως είναι κουτό, αλλά λυπάμαι τον άνθρωπο.

Πύραμος
Αχ! Φύση κακή, του ονείρου σφαγή.
Πως τώρα ν’ αντέξω με δάκρυα να βρέξω αυτό το πανί;
 Δε θέλω να ζήσω. Τον Κόσμο θ’ αφήσω που πια έχει αδειάσει,
αφού έχει αρπάξει η τύχη από μένα δυο μάτια θλιμμένα.

Έβγα σπαθί! Και χώσου εκεί
Που μια καρδιά βαθιά πονά.
Πεθαίνω πια .Κόσμε έχε γεια. Τώρα νεκρό
 πάει το κορμί μου στον ουρανό.
Πετά η ψυχή μου. Στόμα μου σβήσε!
Φεγγάρι κλείσε!

Φεγγαράδα.

Τώρα φεύγω κι εγώ..

Ιππολύτη.

Πώς γίνεται να φεύγει η φεγγαράδα, προτού γυρίσει η Θίσβη;

Δημήτρης.

Δεν μπορεί να παρακούσει την τελευταία διαταγή του νεκρού.

Θησέας

Άλλωστε η Θίσβη μπορεί να βλέπει και με την αστροφεγγιά.

Λύσσανδρος.

Κι όσο για μας, όσο λιγότερο βλέπουμε, τόσο καλύτερα. Μα να την έρχεται η Θίσβη.


Δημήτρης

Και αρχίζει τον θρήνο της. Δηλαδή:

Θίσβη

Κοιμάσαι ζωή μου;
Νεκρός πουλί μου;
Πύραμε, εμπρός,
μίλα μου. Πώς;
Νεκρός; Νεκρός;
Θα φάει το χώμα
τ’ ωραίο σας χρώμα
χείλια κρινένια,
σαν κερασένια,
και μαγουλάκια σαν κερασάκια;
Πάνε όλα πια .
Κλάψτε παιδιά!
Πράσινα μάτια
σαν πράσου κομμάτια,
σβήσατε πια
σαν κρύα φωτιά.
Και τώρα εγώ μόνη,
σαν μια ανεμώνη
στη λύσσα του αέρα.
Σπαθί, κάνε πέρα.
Στην άδεια καρδιά
σκληρή μαχαιριά,
γεμίζει με αίμα
Ττης νύχτας το ψέμα. (μαχαιρώνεται).

Κόσμε έχε γεια,
η Θίσβη εδωνά, εντελώς ξεψυχά.

Θησέας.

Η φεγγαράδα και το λιοντάρι πρέπει να γυρίσουν να θάψουν τους νεκρούς.

Δημήτρης.

Μπορεί να βοηθήσει και ο τοίχος.



Στημόνης.

Όχι, αποκλείεται. Ο τοίχος που χώριζε τους πατεράδες τους έπεσε για πάντα.
Δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα απ’ αυτόν.
Και τώρα, θα ’χετε την ευχαρίστηση να δείτε τον επίλογο,
ή προτιμάτε να σας χορέψουμε ένα χωριάτικο χορό;

Θησέας

Όχι επίλογο, παρακαλώ πολύ.
Το δράμα σας δεν χρειάζεται άλλη εξήγηση.
Γιατί όταν πεθαίνουν όλοι οι ηθοποιοί
δεν μπορούμε να κατακρίνουμε κανέναν.
Αν αυτός που το ‘γραψε αναλάμβανε να παίξει τον Πύραμο
 και να κρεμαστεί απ’ την καλτσοδέτα της Θίσβης,
το δράμα σας θα γινόταν πολύ επίκαιρο.
Αλλά κι έτσι τα καταφέρατε πιστά και αξιόλογα.
(Χορός).

Θησέας.

Ζευγάρια, είναι μεσάνυχτα. Πάμε όλοι στα κρεβάτια μας.
Η ωραία μέρα τέλειωσε. Σαν όλα τα ωραία
που φεύγουν για ν’ αφήσουν την θέση τους σε άλλα,
 ίσως και ομορφότερα.. Σ’ όλους μας καληνύχτα!
(Βγαίνουν. Μπαίνει ο Πουκ).

Πουκ.

Τώρα βγαίνουν βόλτα τα σκαντζοχοιράκια
και οι κουκουβάγιες βγάζουνε στριγγιές.
Τραγουδούν τη νύχτα οι γρύλοι στα θυμάρια
κι οι πυγολαμπίδες ανάβουνε φωτιές.

Τώρα εμείς, δαιμόνια και ίσκιοι,
οι αφεντάδες της νυχτιάς,
ήρθαμε στο ωραίο παλάτι που κοιμάται ο βασιλιάς,
 να ευλογήσουμε το γάμο, όπως ξέρουμε εμείς,
 με χαρές και με τραγούδια της δικής μας συνταγής.
(Μπαίνουν ο Ομπερόν και η Τιτάνια με την ακολουθία τους).

Ομπερόν.

Μπρος, δαιμόνια τυχερά!
Όπως κάνουνε τα’ αστέρια απ’ τον ουρανό βουτιές
και πηδήματα οι βατράχοι στου νερού τις λασπουριές,
Έτσι να χοροπηδάτε και το σπίτι να κουνάτε.
Πάρτε το σκοπό με χάρη, κι όλοι μπρος , μ’ ένα ποδάρι.

Τιτάνια.

Δος του μπρος, χέρι με χέρι,
τραγουδάτε και πηδάτε, κι ευλογάτε αυτά τα μέρη.
Ώσπου να ‘ρθει η αυγή, σκορπιστείτε εδώ κι εκεί,
σ’ όλο τούτο το παλάτι.
Ομπερον.
Και στης νύφης το κρεβάτι, πάμε εμείς αγαπημένη,
 να μοιράνουμε να γίνει τυχερό και καρπερό
 και οι φρεσκοπαντρεμένοι, να ‘ναι πάντα ευτυχισμένοι
και μακριά απ’ αυτούς να μένει κάθε αρρώστια και κακό.

(Φεύγουν).

Πουκ

Τέλειωσε το παραμύθι, το κουκί και το ρεβίθι.
 Όλα μπήκανε σε τάξη, κι ότι ήταν στραβό έχει φτιάξει.

Κι αν εμείς τα ξωτικά κάναμε καμιά ζημιά,
συγχωρέστε μας εσείς και εμείς θα διορθωθούμε.
 Σας το υπόσχομαι εγώ, σαν τίμιος  Πουκ  που’ μαι..

Γιατί εμείς απάνω εδώ,
πλάσματα της φαντασίας
από  σας παίρνουμε μέτρο
της δικής μας της αξίας.

 Πάντα ο Πουκ ο κατεργάρης
 πρόθυμος και αγαπησιάρης,
κάπου θα σας περιμένει
 στα όνειρα να μπαινοβγαίνει
να σας βρίσκει την αλήθεια
 στων τρελών τα παραμύθια.

Αν λοιπόν δεν σας αρέσει, ότι αφήσαμε στη μέση,
 ξαναρθείτε άλλη φορά να το δείτε πιο καλά.


Εάν όμως σας άρεσε έστω και λιγουλάκι
αυτό το ταξιδάκι στης φαντασίας τη χώρα,
έ, μη χαζολογάτε! Χειροκροτήστε τώρα!

(Όλα τα φώτα).

                    ΤΕΛΟΣ                   
































Διαβάστε περισσότερα